1. Εσύ που κλέβεις την φωτιά,
Από τις πηγές του παρελθόντος,
Για να δοξάσεις το παρόν, ω,βιάση,
Επισκέψου τις ταπεινές μου επιθυμίες,
Ενίσχυσέ με, φώτισέ με! – Λιποθυμώ σε αυτή την αφάνεια
Εσύ δροσερή αυγή της μνήμης.
2.Έλα όχι όπως ερχόσουν τελευταία,
Πετώντας την κατήφεια του χθεσινού βραδιού
Σε τούτη την άσπρη ημέρα,
Ντυμένος το απαλότερο φως
Της χώρας της Ανατολής.
Κάποτε ήρθες με την πρωινή ομίχλη,
Ακόμη και ως κόρη, τα
ης οποίας το αρχοντικό μέτωπο,
Οι δροσομαργαριταρένιοι ανέμοι της αυγής έχουν φιλήσει
Όταν αυτή , όπως εσύ,
Παραμένει στον πλεούμενο υδροφράχτη
Το υπέροχο φορτίο από υπερχειλισμένες ανθοφορίες,
Και προηγούμενα βλαστάρια από ανατολίτικο πράσινο,
Να δίνουν ασφαλή υπόσχεση φρούτων.
Η οποία με την παλίρροια του χειμώνα
Θα φωτίσει τη μαύρη γη
Με σπάνια λαμπρότητα.
3.Κάποτε ήρθες με την πρωινή ομίχλη
Και με το βραδινό σύννεφο
Ραντίζοντας με τον σταχυολογημένο σου πλούτο
Το ανοιχτό μου στήθος.
Αυτά τα απαράμιλλα λουλούδια,
Ούτε στον αγριότερο άνεμο δεν μαραθήκαν,
Ριζωμένα στον κήπο του μυαλού,
Επειδή ήταν απ’ τα πρώτα του χρόνου.
Ούτε ήταν η νύχτα που κάλυπτες.
Σε όνειρα γλυκά απαλότερα από αδιάσπαστη ανάπαυση
Οδηγημένος από το χέρι
της βρεφικής σου ελπίδας
Στη δίνη των ενδυμάτων της, πιασμένα από σένα
Το φως της εξαίσιας παρουσίας σου, και τα άμφια
Του μισοφτασμένου μέλλοντος σου.
Βαθιά αλλά όχι απύθμενα
Χωρισμένος από τα εκατομμύρια άστρα
Που λάμπουν πάνω απ’ το βαθύ μυαλό
Της ατρόμητης παιδικής ηλικίας.
Μικρές σκέψεις υπήρχαν από της ζωής τις αγωνίες
Σίγουρα θεωρούσες
πως καμιά γήινη ομίχλη
δεν μπορούσε να αμβλύνει
αυτά τα πνευματώδη συναρπαστικά μάτια,
τόσο έντονα και τόσο όμορφα
σίγουρα ήταν σχεδόν στου ουρανού τις σφαίρες
ακούγοντας την θεία μουσική να κυλάει
από τα απέραντα χρόνια.
Ω δυνάμωσε με, φώτισέ με
Λιποθυμώ σε αυτή την αφάνεια
Εσύ δροσερή αυγή της μνήμης.
Άλφρεντ Τέννυσον(, 6 Αυγούστου 1809 – 6 Οκτωβρίου 1892)
Μετάφραση Σ. Ανδρουλάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου