ΕΣΒΕΝΕΝ η μέρα και μουχρό το δείλι
Μεσ’ σ’ αχνά μετάξια τύλιγε την πόλη
Το τσιμπλό της πάλι –η νύστα μου- καντήλι
Θάναβε σε λίγο, στην εσπέρια ασβόλη.
Κάτι ήταν σαν ψέμα κι ήμουν μοναχός μου
Μεσ’ στην σιωπηλή μου –ποχω πάντα – τρέλα
Ω ένα στόμα –αν ήταν- θάδινα το φως μου
Κάτι να μου εμίλειε, κάτι να μου εγέλα…
Άξαφνα εκεί μπρος μου (τι αστραπή!) εν’ αμάξι
Στάθηκε και μι΄’ άγνωστη με αιθέρια χάρη,
Τωργιού της ποδόγυρού σήκωσε –μη στάξει!-
Μι’ άκρη, κι ύψωσ’ –όνειρο- στο πεντάλ ποδάρι
Πάτησε και κάθησε μέσαθε όλη ρέμβη
Και σαν (που το ψάρεψε δίχτυ) άσπρο – εφώτα
Κάτω από το βέλο της… Κι έφυγε ως είχ’ έμβει
– πόδι, αμάξι, όνειρο- μεσ’ στα πρώτα φώτα…
…………………………………………………
Ω, η τρελή η μάνα μου, στο βυζί της , όντας
Με γλυκαποκοίμιζε – τι μ’ εκράτει , Θεέ μου;
Και – μπεμπέ – Δε μ’ έδιωχνε τότε μπουσουλώντας
Να σε βρω – όπου νάσουνα- φως μου και άγγελε μου;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου