Τετάρτη 5 Ιουνίου 2024

Γιάννης Σκαρίμπας - Ποιήματα

 ΕΑΥΤΟΥΛΗΔΕΣ

ΕΑΥΤΟΥΛΗΔΕΣ

Ως ωραία ήταν μου απόψε η λύπη.
Ήρθαν όλα σιωπηλά χωρίς πάθη
Και με ήβραν – χωρίς κανέν’ να μου λείπει-
Τα λάθη.

Κι ως τα γνώρισα όλα μου γύρω – μπραμ-πάφες
Όλα κράταγαν, τρουμπέτες και βιόλες
-ΕΑΥΤΟΥΛΗΔΕΣ που με βλέπαν, οι γκάφες
μου όλες.

Α!… τι θίασος λίγον τι από αλήτες
Μουζικάντες μεθυσμένους και φάλτσους
Έτσι ως έμοιαζαν – με πρισμένες τις μύτες-
Παλιάτσους.

Και τι έμπνευση να μου δώσουν τη β έ ρ γ α
Μπρος σε τρίποδα με κ ά ν τα α μυστήρια,
Όπου γράφονταν τα’ αποτυχημένα μου έργα
– εμβατήρια!

Α!… τι έμπνευση!… Μαιτρ του φάλτσου γω πάντα,
Με τη βέργα μου τώρα ψηλά –λέω- με τρόμους
Να, με δαύτη μου να παρελάσω την μπάντα
Στους δρόμους.

Κι ως πισώκολα θα παγαίνω πατώντας
Μεσ’ σε κόρνα θα τα βροντούν και σαντούρια
Οι παλιάτσοι μου – στον αέρα πηδώντας-
Τα θούρια…

Το εισιτήριο

ΝΑΝΑΙ σαν νάμουν έτοιμος. Και νάναι
Σαν νάχω χάσει το εισιτήριο. Οι κάβοι
Ν’ αφροκοπάν, κι οι αφροί να το κουνάνε
Μεσ’ στους καπνούς του –όρνιο- ένα καράβι.

Κι εγώ να ψάχνουμαι εδωχάμω. Και όλο- όλο
…το … ΕΙΣΙΤΗΡΙΟ να λέω σύντρόφοι ωραίοι!…
και να μην έρχεται μια βάρκα έως το μώλο
να μην φαινώνται πουθενά οι β αρκαρέοι…

Οι βαρκαρέοι!… Το εισιτήριο!.. Να τρέμει
– ζαγάρι εντός μου- η Χαλκίδα και τα όρη.
Κι εκεί να τόχουν συνεπάρει οι ανέμοι
Μετέωρο – μες τστις αχλές του- το βαπόρι…

Ω διάολε!… όλα νάχουν χαθεί και νάχουν πάει
Κι οι άνθρωποι δραπετεύσει από τους τόπους
Κι αυτό το πλοίο να τραβάει και να τραβάει
Χωρίς μηχανικούς, χωρίς ανθρώπους…

Και χωρίς φώτα. Ακυβέρνητο. Και όλο
Να χλιμιντράει στο χάος. Κι ως θα κλαιω
– κι όλας να ψάχνουμαι, να ψάχνουμαι στο μώλο
και όλο για κείνο το εισιτήριο να λεω…

το καράβι

ΕΙΠΕ μου, αγάπη μου, για ένα καράβι
Θολό που ολομόναχο πάει.
Χρυσά, για ‘να πλοίο, τα φώτα που ανάβει
Στα χάη…

Γι’ αυτό μόνον, ‘Πε μου και για –που να βγαίνει-
Μια Σελήνη θεόρατη, είπε μου
– κι αυτό να τραβάει, να τραβάει, να πηγαίνει
Θεέ μου!

Και ύστερα άρχίσε ( τα σκότη ως θα ζώνουν)
Να μου λες, να μου λες – καθώς πρώτα-
Για κείνα που άναψε –χρυσά – να μαργώνουν
Τα φώτα

Αγάπη μου, αγάπη μου, το πλοίο με πλώρη
Θολή κι η θεόρατη εκείνη
– φωτιά π’ ανεβαίνει απ’ τα δάση απ’ τα όρη-
η Σελήνη.

Και σώπασε πάλι και πάλι άρχισέ μου
Το καράβι, να μου λες, αν το ζώνει
Ακόμα η νύχτα, ακόμα αν – Θεέ μου ! –
Μαργώνει.

Και ύστερα μείνε –κι εγώ- σ’ ένα δρόμο
Και –τι όνειρο στο σβήσε και στ’ άψε!-
Το κεφάλι ακουμπώντας –ολόρθη- στον ώμο
Μου κλάψε…

Το βαλς χωρίς ντάμα

ΩΡΑΙΑ διασκεδάσαμε, κυρία, στο σπίτι
(συνέχεια στης νύχτας τα’ αμίλητα μάκρη)
με τουτ’ τη λίγον τι βαμμένη μου μύτη
στην άκρη

Εγώ, μπρος στο φίνο σου χαμογέλιο
Κι εσύ μπρος σ’ αυτό το άναυδο φρύδι,
Περίεργο επαίξαμε – οι δυο μας- και τέλειο
Παιγνίδι.

Στα μούτρα μου απόμεινε ύστερα χρώμα
Βαθύ ροζ απ’ τα χείλη σου, Μα εμένα, Κυρία
Σε κυττάνε ακίνητο το μπλάβο μου όμμα
Και κρύα..

Ω νάχα κι εγώ μεσ’ στο στήθος καρδίτσα
(και όχι, για να κρούω τις φούχτες, μια σούστα)
αχ πως θα στην έπιανα καρφίτσα- καρφίτσα
τη φούστα.

Και πως, τα μαλλάκια σου μπούκλα τη μπούκλα
Ωραία θα στάφιαχνα –με κόπτσες και τέλια-
Σε στυλ Πομπαδούρ να σ’ είχα μια κούκλα
Μου τέλεια.

Μα εγώ στης πνοής σου για να φτάσω το μύρο,
Των ποδιών μου πατώ – στο κενό – στις μυτίτσες
Και αχ στην κλωστή μου πόσες φέρνω τριγύρω
Βολτίτσες.

Θεέ μου, θα κλάψω! Στροφές χωρίς ντάμες
– με τέζα τα χέρια μου- με σφάζει μια ζήλεια
στον αέρα να φέρνω, και νάχω παλάμες
δυο ζύλια..

Ο σταθμάρχης

ΘΟΛΩΝΕ το βράδυ και το τραίνο είχ’ έμβει
Στον ερημικό σταθμό βαρύ και ατόφιο
Λες το’ χε τυρλίξει σ’ άχνά πέπλα η ρέμβη
Έτσι ως ξάφνου στάθκε ακίνητο και ψόφιο.

Σήμανε η καμπάνα κι έτριξαν οι θύρες,
Ούρλιάξε ‘να σφύριγμα και αυτό εκινήθη
Πλάι σε μια παράτα αγερώχες φιλύρες
Που κώπηλατούσαν –λές στητές- στη λήθη.

Λίγο ακόμα κι όργιο – αρθρωτή γουστέρα-
Θάφευγε ως είχ’ έρθει μες των ατμών τολύπη
Κι εγώ πάλι μόνος στη θλιμμένη εσπέρα
Με συντρόφισσά μου, θάμενα, τη λύπη.

………………………………………………..

Άξαφνα ως γλυστρούσε – σ’ ένα παραθύρι
Ένα χέρι εξαίσιο μούγνεψε και πάει
Μια σειρά άσπρα δόντια , δυο μάτια σαπφείροι
Μούστειλαν – φίλημα στα χάη!

Έμενα … Η μέρα είχε κιόλας φύγει,
Του σταθμού μου, γύρω, η ερημία αλύχτα^
Κείνες οι φιλύρες πήγαιναν με ρίγη
Και με βήμα στράτι- ωτικό στη νύχτα…

Ω, έσύ, κυρά χέρι, δόντια , μάτι
Όνειρο και τραίνο που την πας τη νιότη,
Έδωσα σινιάλο – το κ α θ ή κ ο ν_ για τη
Διασταύρωσή μας στην αιωνιότη…

Ο καμπούρης

Θα της άρεζα φαίνεται και με είχε πάρει
Για τις ιδέες μου που έχω, τις μπρούσκες
Έτσι με των γλουτών μου (ως είμαι) τις φούσκες
Ζευγάρι.

Μα εγώ πιάστηκα στου έρωτά της την πιάκα
Με τα (έως τα γόνατα κοντά μου) παντζάκια,
Και – αχ- για δαύτη μου, πόσα πίνω φαρμάκια
Τη μπάκα.

Του κάκου μεσ’ στ’ άλλα μου της τσέπης τουμλέκια
Είχα εγώ –να τα βλέπει- σουγιά και σφυρίχτρα,
Η φωνή μου (σαρμόνικα) ηχούσε – η μπήχτρα-
Γυναικεία!

Το λοιπόν; Να, τούτης μου κακώχω της μούρης
Της σπανής να μπορώ να αγαπώ χωρίς γένια,
Και με γάμπες γυμνές να είμαι – μ’ ευγένεια-
Καμπούρης…

Ωωω… τα’ άνθη τα’ αγκάθια, όλα έρχονται στη φύση
Κι όλα φεύγουν στην ώρα τους. ( Την τύχη τους νάχα…)
Εγώ τι; Στη ζωή, έχω βιαστεί νάρθω τάχα
Ή αργήσει;

Το πλοίο
(ο τιτανικός)

ΕΚΕΙ, προς τις γραμμές του Νότιου απείρου
Περήφανο ως λικνίζοντας το πλοίο
Με δύο γλαρά φουγάρα και ονείρου
Φώτα χρυσά – η Κυρία μ’ ένα βιβλίο,

Στο χέρι εμελαγχολεί… τι θεία ώρα
Στα βαλς που η σάλα αντηχεί κι είχεν έβγει
Μισή φωτιά η σελήνη!… και τι φιόρα
Οι έξωμες μηλαίδες και τα ζεύγη.

Που ωραία στροβιλίζονταν. Η μπάντα
Που ανύποπτους σε μέθη αιθέρια εώρει!
Και η Κυρία –ωωω! … που εκράτει πάντα
Εκείνο το βιβλίο… το βαπόρι

Στο πέλαο που αγάλι έκανε κ ρ ά τα ε ι…
Ω η Κυρία, η Κυρία αυτή η μοιραία
Με πάντα το βιβλίο – ΄τώρα – ω νάτη-
Κρυφά το σκα απ’ την πόρτα κι ειν’ ωραία.

Μα ωχρή… Ενώ το πλοίο πλέει( ή δεν πλέει;)
το πλοίαρχο κρατεί κι αχνή και κρύα:
«Γροίκησα σαν κάποιο τίναγμα…» του λέει.
– Μα βέβαια, βυθιζόμεθα Κύρια!…

Η μικρή κυρία

ΜΙΚΡΗ και κιτρίνη κοιμάσαι και μοναχός μου
Σε συλλογίζομαι… Τα βλέφαρά σου σκέφτομαι –ωίμενα
Και ένα καράβι μαζί που ρίχναμε γιαλό, και –φως μου-
Εσένα , εσένα

Και την ποδίτσα σου, το πρόσωπό σου σαν φωτάκι
Λιανού κεριού τότε αναπήδαε χρυσό και να σου,
Τα χέρια που έκρουες: – Α! το καράβι, το καραβάκι
Τα βλέφαρα σου!…

Ναι, κίτρινή μου! Νεκρή δεν είσαι, και είναι Σα νάσαι^
Κι άναστρη νύχτα είναι τα μαλλιά σου- αχ το καράβι!
Και το φουστάνι σου- μ’ ώρια μια κούδα – εσύ κοιμάσαι
Κι η νύχτα ράβει..

Και το μποτίνι σου – ψηλό τακούνι- τα χέρια κρίνοι
(κρίνοι, ή μην έτοιμα ν αποδημήσουνε πουλιά του ανέμου;)
στο μαξιλάρι σου προφίλ η όψη σου – νέα σελήνη-
Θεέ μου, Θεέ μου,

και Κύριέ μου! Κίτρινη κι άγγιαχτη, μικρή και κρύα
με μια στο μέτωπο ρόδα απ’ τις μπούκλές σου σκέρτσο να κάνει,
με τα μποτίνια σου – μεγάλη κιόλας!- Σα μια Κυρία
που θα πεθάνει…

Το ρομπότ

ΛΟΙΠΟΝ ωραία! Εφτάσαμε, ποιος ξέρει από τι κήπους
Ξένα πουλιά γης άγνωστης – Πρώσσοι εδώ ατενείς-
Και είμαστ’ εδώ (στης χάλκινης καρδιάς μας μπρος τους χτύπους)
Μ’ άγνωστο εντός μας γύρισμα και ρόγχο μηχανής

Κι ήταν ωραία – πρώτο φτερό- άκρη, άκρη τα’ ακρωτηρίου
Της χίμαιρας ως στάθκαμε με πόζες και ρυθμούς
Με στήθος κούφιο, ακούοντας εντός μας του μυστήριου
Τη ρόδα, πόθους να γυρνά , γρανάζια και αριθμούς

Πρώτο φτερό – τι πήδημα ! – Παράδεισος που εχάθη
Η πρώτη ανυπαρξία μας (αργά τάχα ή νωρίς;)
Κι είμαστ’ –α- χα! – απ’ το υλικό ( να ζούμε χωρίς λάθη)
Πούν’ – με σοφία- οι ηλίθιοι και οι σοφοί ν’ χωρίς…

Λειψοί ή περίσσοι; Αίνιγμα! Μυστήριο γύρω οι τόποι
Και ο σπαραγμός της μύτης μας μοιάζει άνθος του ουρανού
– Δε φτάσαμε ή περάσαμε – κι εμείς – νάμαστ’ ανθρώποι;
Δώθες τάχα σταθήκαμε ή πέρα από το νου;

Τρελός;

ΕΙΜΑΙ –το ξέρω- λογικός. Ω δεν μιλάω.
Σαν λάμψει η μέρα σβω το φως μου.
Αν ιδώ ένα φύλλο πούπεσε – εντός μου
Λεω: είδα ένα φύλλο πούπεσε και… πάω/

Τόσο πολύ! Προσέχω. Τα’ όντι
Δεν έχω αντίρρηση καμιά. Χαρά μου
Νάναι τα δυο διπλό σε ένα . νοερά μου:
Πως είναι στόγγυλοι – επιμένω- οι οριζόντοι

Τρελός εγώ; Αστείο! Και στίχους
Φιάχνω, και πάω πατώντας^ ούτε λόγος
Ότι όπως στρίβει ο δρόμος, αναλόγως
Στρίβω να μη σκουντάψω πια στους στίχους

Λοιπόν δεν είμαι. Ωραία. Το ψέμα
Μισώ. Τώρα εννοώ γιατί η καρδιά μου
Έκανε τίκι- τακ για κείνηνα – στοχιά μου:
Για να κυκλοφοράει μου το αίμα!

Πέθανε: πως την έλεγαν ξεχνάω…
– χάθηκε μαζί της η χαρά, το φως μου-
και είμαι τόσο λογικός που εντός μου
λεω: είδα ένα φύλλο πούπεσε –και πάω…

το πορτραίτο της Ελίζε Μαίηλυ

ΔΕ θάχες βέβαια μού δραπετεύσει – μόνος να μένω-
Αν σούχ’ ανάστημα δώσει – στο πλάνο μου- πόδι και πάτι
Αν δεν σε σκέδιαζα μ’ όξω τη γλώσσα μου και με κλεισμένο
Τόνα μου μάτι…

Πρώτα να κλείδωνα και στα παράθυρα νάβανα εμπόδια
Και απέ τα χείλη σου αίματος – νάφιαχνα- μια φυσαλλίδα
Κι εκεί – σαν θάφτανα- χρυσή να σκέδιαζα στα πόδια
Σου αλυσίδα.

Μα γω τα’αψήφησα. Και σούχα κάμει το φρύδι τόξο
Προφίλ το πρόσωπο (μια τεθλασμένη) τις μπούκλες κρόσσα
Το μάτι τρίγωνο κι έιχες το στήθος σου στητό στα όξω
Κι εγώ τη γλώσσα.

Κι ενώ τη φούστα σου – ως Μάη- ζωγράφιζα και σούχα βέρα
Βάλει στο δάκτυλο και ντέφι – Μάισας- στο χέρι τόνα,
Συ ξάφνου πρόβαλες,, πόδι και τσάκισες – φως στον αέρα-
Κάτασπρο γόνα.

Κι έφυγες, κρούσαντας ψηλά το ντέφι σου σε μπράτσα χιόνι
Δω μεν’ αφήνοντας (ως με το μάτι μου –βρέθκα – κλεισμένο)
Καθώς και τα’ άλικο ρόδο του γέλιου σου εκράγηκε όνει-
Ρο αφριμένο
………………………………………………………………..

Ω μένα – τα’ άμυαλου- που μέσ’ στα σύνορα τούτ’ του στενού μου
Στίχου μου εζήτησα να σε περίκλεινα – σκλάβα πανώρια!
Εσύ – δραπέτισσα της ύλης- ξέφυγες, ατμός, το νου μου
Όξ’ απ’ τα όρια.

Χορός συρτός

ΚΑΛΛΙΟ χορευτάρας νάμουνα , πέρι
Κόλλες που να κράτω και μολυβάκια
Θάσερνα συρτό χορό χέρι με χέρι
Μ’ όλα μας του γιαλού τα καραβάκια

Κι εν’ αψηλό τραγούδι για σιρόκους
Θάρχιζα, γι αφροπούλια και για ένα
Γλαρό καράβι με πανιά και κόντρα φλόκους
Που θάρχονταν να μ’ έπαιρνε και μένα.

Με δίχως του αναστεναγμούς της Πολυδούρη
Μόνο να τραγουδάν τριγύρω οι κάβοι
– κι οι πένες μου πενιές σ’ ένα σαντούρι
άσπρα πανιά σου οι κόλλες μου καράβι!

……………………………………………

Γιαλό – Γιαλό να φεύγουμε και –άντε-
Να λέμε όλο για μάτια, όλο για μάτια
Κι εκεί – λες κομφετί μέσ’ στο λεβάντε-
Όλα μου τα γραφτά χίλια κομμάτια.

Κι σαν χτισμένη εκεί από κιμωλία
Βαθιά να χάνεται η Χαλκίδα πέρα
Με όλα μου – ανοιγμένα – τα βιβλία
Καθώς μπουλούκι γλάροι στον αέρα…

Μυριαστερούσα

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ως θα ύψωνε το χέρι της να ευλόγα
Διάβηκε με τα χείλη της – άνθος γυμνό- στο δρόμο
Κι είχε στον φραμπαλά ανθιά ζωγραφιστά και –φλόγα
Καρφιτσωμένη – άλικο τριαντάφυλλο στον ώμο.

Μύρια στις γόβες της αστριά χρυσά ‘χε κεντημένα
Και –σαν που κυνηγιόντουσαν δυο έρωτες στο μπάτη-
Κάτω απ’ του ποδόγυρου της το κύμα, επέτα το ένα
Μετά το άλλο της – πουλιά- τα πόδια και τα επάτει.

………………………………………………………..

Τι είναι η ζωή μας; Όνειρο! Κι εμείς ψυχές στο χρόνο…
Κι όσ’ αστεράκια έχει ο ουρανός κι η γης οσ’ άνθια – τα’όντις,
Τόσα οι καημοί μου εγίνηκαν άνθια, και τα μαζώνω
Και τόσοι πόνοι μου, τα’ αστριά εκεία των γοβακιών της…

Ουλαλούμ

ΗΤΑΝ σαν να σε πρόσμενα Κερά
Απόψε που δεν έπνεε όξω ανάσα
Κι έλεγα: Θάρθει απόψε απ’ τα νερά
Κι από τα δάσα.

Θάρθει, αφού φλετράει μου η ψυχή
Αφού σπαρά το μάτι μου σαν ψάρι
Και θα μυρίζει φώτα και βροχή
Και νειο φεγγάρι…

Και να, το κάθισμά σου σιγυρνώ,
Στολνώ την κάμαρά μου αγριομέντα,
Και να, μαζί σου κιόλας αρχινώ
Χρυσή κουβέντα:

…Πως – να , θα μείνει ο κόσμος με το «μ π α»
που μ’ έλεγε τρελόν πως είχες γίνει
καπνός και – τάχας- σύγνεφα θαμπά
προς την Σελήνη…

………………………………………………….

Νύχτωσε και Δε φάνηκες εσύ^
Κίνησα να σε βρω στο δρόμο – ωϊμένα-
Μα σκούνταφτες (όπου εσκούνταφτα) χρυσή
Κι εσύ με μένα.

Τόσο πολύ μ’ αγάπησες Κερά
Που άκουγα διπλά τα βήματά μου!
Πάταγα γω – στραβός – μεσ’ τα νερά;
Κι εσύ κοντά μου…

Το φιδάκι

Η ΖΑΒΟΛΙΑ κι η σιωπή, το σκέδιο μου εβουλήθη
Μ’ ένα διαβήτη άνισον, εδώ, να ιχνογραφεί^
Κι είμαι λοξά – σχήμα ζαβό- γιομάτος φως και λήθη
Να στρέφουμαι ελλειπτικά στης ύλης τη στροφή

Και μ’έχασε ο αστερισμός της ζωδιακής μου σμίλης
Οξ’ απ’ τη δημιουργία του! Λοιπόν – τι; Στης φθοράς
Το γύρισμα, θα κυνηγώ –φιδάκι εγώ- της ύλης
(για να δαγκώσω) τη φυγή της ίδιας μου νουράς;

Έτσι λοιπόν; Παντοτεινά –πλάνα, χορεύτρα- η φύση,
Στου χάους τους κεντρόφυγους θα με δινάει φθαρμούς
Και θα με κατεργάζεται στην αστρική μου κλίση
Ο εφιάλτης των στροφών πάντα σε νέους ρυθμούς;

Και Δε θα βρω το Νιρβανά λοιπόν ποτέ του «πάψε»
Μεσ’ στην τριώτα του νερού, της γης και της φωτιάς
Παρά θα τρέχω – δίδυμος σφυγμός- στο «σβήσε και άψε»
Της φωτεινής – που μούσκισε το πνέμα – πελεκιάς;

Ωωω!… Όχι!. Τι λυχνίες μου – Μάγος στρυφνός – θα’ανάβω
Και –λίθο φιλοσοφική- θα βρω άλλον ρυθμό
Και μια στιγμή, ανύποπτην ύλη θα σε συλλάβω
Επ’ αυτοφόρω: Συνθημα, Σημείο ή Αριθμό…

Το Μαριώ
Χωριό στην Ρούμελη

ΑΠΟ να χωριουδάκι- πέρα
Έλαβα γράμμα- το και το.
Η Παναγιά του στον αέρα
Λάμπει κλησάκι τορνευτό

…Ιγεία έχο – λέει με κάποιες
κρυφές λαχτάρες μεσ’ σο νου^
κι οι αγριόπαπιες –οι πάπιες-
κόβουν τα φόντια τα’ ουρανού

…και –πως – ιγείαν γράφει σαν να
πουλί (και σειόνται τα κλαριά)
δι εμέ ποθεί, ενώ στην Πανα-
για , άλλες ανάβουν τα κεριά.

Με γιώτα του υγεία το υ- γει
Περισπωμένη Πα στο γει
Και τα γεράκια κάνουν ζύγι
Μεσ’ στο χωριό, ψηλά απ’ τη γη.

…Απάντησίς σου –λεει- ουδεμία
και απορεί το αίτιον που
η ζωή της –λεει- κρέμιέται εκ μία
τρίχα εξ αιτίας τα’ αδερφού

……………………………………

Εκ μια τρίχα!… Ο αδερφός της!
…μεθ’ υπωλύψεος- Μαριώ
Και είμαι ο αγαπητικός της
– σιόνται τα δέντρα στο χωριό!

Σειέται και το Μαριώ μου σειέται
Και πάει στη στράτα μοναχή.
Εκ μια τρίχα τα’ άς κρεμιέτι
Όποιος μοβόρα έχει ψυχή.

Κι όπου αγαπάει – κι ας κλαιει ακόμη-
(σαν το Μαριώ που πάει αριά)
να γράφει τα’ άνθρωπος με όμι-
κρον και να σειόνται τα κλαριά.

Άγγελος εφάνη μοι

ΕΣΒΕΝΕΝ η μέρα και μουχρό το δείλι
Μεσ’ σ’ αχνά μετάξια τύλιγε την πόλη
Το τσιμπλό της πάλι –η νύστα μου- καντήλι
Θάναβε σε λίγο, στην εσπέρια ασβόλη.

Κάτι ήταν σαν ψέμα κι ήμουν μοναχός μου
Μεσ’ στην σιωπηλή μου –ποχω πάντα – τρέλα
Ω ένα στόμα –αν ήταν- θάδινα το φως μου
Κάτι να μου εμίλειε, κάτι να μου εγέλα…

Άξαφνα εκεί μπρος μου (τι αστραπή!) εν’ αμάξι
Στάθηκε και μι΄’ άγνωστη με αιθέρια χάρη,
Τωργιού της ποδόγυρού σήκωσε –μη στάξει!-
Μι’ άκρη, κι ύψωσ’ –όνειρο- στο πεντάλ ποδάρι

Πάτησε και κάθησε μέσαθε όλη ρέμβη
Και σαν (που το ψάρεψε δίχτυ) άσπρο – εφώτα
Κάτω από το βέλο της… Κι έφυγε ως είχ’ έμβει
– πόδι, αμάξι, όνειρο- μεσ’ στα πρώτα φώτα…

…………………………………………………

Ω, η τρελή η μάνα μου, στο βυζί της , όντας
Με γλυκαποκοίμιζε – τι μ’ εκράτει , Θεέ μου;
Και – μπεμπέ – Δε μ’ έδιωχνε τότε μπουσουλώντας
Να σε βρω – όπου νάσουνα- φως μου και άγγελε μου;

Η τράτα

ΓΡΗΓΟΡΑ φτάσαμε λοιπόν ή αργήσαμε; Και ίδια
Πως κάμψαμε της χίμαιρας μαζί το ακρωτήριο;
Δώθες ερχόντας πήραμε καρδιά, ματιές και φρύδια
– περίεργο γιατί καρδιά, γιατί ματιές μυστήριο!

Κι είμαστε δω –ω τι καλά- με τους εγκάρδιους σκύλους
Στητοί μπρος στ’ άνθη που γυρνούν και στους – που φεύγουν τόπους
Σαν να – τι ωραία- βρεθήκαμε με ρούχα και με πίλους
Σαν να – ποιος ξέρει τι χρυσά χορεύουμε με τρόπους…

Χρυσά με τρόπους και μαλλιά …. Οι ράφτες μας (τι νόες
Και μαιτρ – α- χα) μας μπάζουνε στους ραφτικούς των οίκους
-γυμνοί εμείς!… οι μάνες μας, για ιδές τες κει – αθώες –
είναι σαν Δε μας γέννησαν μικρούς κουτούς πιθήκους!

Και –τραλαλά …- τα’ αδέρφια μας: τα φίδια, οι γάτοι, οι σκύλοι-
Στα τέσσερ’ άλλα περπατάν κι άλλα παν’ με τα στήθη
– κι αυτά ματιές, κι αυτά καρδιά ως εμείς … τι ωραία ω φίλοι,
με ουρά ή με πίλο ή με φτερά , γοργά μας πάει η λήθη!…

Και πάμε αντάμα. Τι καλά! Κατόπι έρχονται οι άλλοι
-κι άλλα γατιά, κι άλλα πουλιά!… πλάνα χορεύτρα η φύση,
ή με ουρά ή με φτερά ή πίλο στο κεφάλι,
βιάστηκε να μας φέρει εδώ ή τάχα νάχει αργήσει;


Πηγή: https://www.poiein.gr/2006/05/26/aeuiico-oeanssidhao-1893-1984-aaooiyecaao/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου