«…κι ας είναι η φωτιά που ακόμα σε καίει
κι έτσι κρύα, μα άσβηστη μέσα στη νύχτα τώρα
πάνω στο καράβι
εκεί σαν ξαναγύρισες,
πήγες όχι στη γέφυρα του πλευρισμένου καραβιού σου
σ’ εκείνο το λιμάνι
μα πήγες ίσια στη σκοτεινή κάμαρα σου
και βρέθηκες μονάχος
κι ας ήταν οι ξελογιασμένοι τόσοι επιβάτες γύρω
στις τοξικές μουσικές με τις ξεβιδωμένες τους αισθήσεις
και στα παρμένα μάτια τους από όσα τους τριγύριζαν
εκεί είπες, αν σε άκουγαν, να λυπηθούν μαζί με εσένα τα περασμένα
να λυπηθούν που βρίσκονται τριγύρω
τα άσβηστα τα περασμένα
για τη φυλή σου και το ξεθωριασμένον αίμα
των παιδιών τους που δε σβήστηκε
από την εκκλησία και σε όλους τους δρόμους
σε όλες τις φασκιές των μικρών παιδιών που σφάχτηκαν,
της πόλης τώρα που ξαναθυμάσαι
Η μοναξιά με τα τριαντάφυλλα πια εδώ
στο χώμα με τα άλλα μαραμένα λουλούδια
το βήμα εκείνο το πνίγουν
τον απόμερο παράταιρο των πουλιών ήχο».
© Δ.Ι. ΑΝΤΩΝΙΟΥ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, Εκδόσεις Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού, 2009.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου