μες’ στο χαμένο
το μικρό
λιμάνι
π’αγγίξαν
σαν τις στέρνες
στάγονες
του
ήλιου
των ψαριών τα δάκρυα
υψώνεται η ζωή
καθετή και ήρεμη
σε μαρμαρένιες
γόυρνες
και λωτούς
πικρούς
με τους νοσταλγικούς
ρυθμούς
των βαρυαύλων
και της νύχτας
και να
όπου μας πρόφταξε η ώρα
και ζωντάνεψαν
τα όνειρα
που ειπώθηκαν
στους παιδικούς αχάτες
κι’ οι φοινικιές ετρελλαθήκανε
και καίγονται
κι’ ορθώσανε
προς τ’άστρα
τ’άσπρα
χέρια τους
και στα σκοτάδια
τις κραυγές
των
πόθων
και τώρα
τα μηνύματα
αρπάξανε
τα φλάμπουρα
π’ανέμιζαν
στου άγριου
δάςους
τους απόρθητους
κρυψώνες
κι’ οι στοργικές
φώνες
πάλι
ακούστηκαν
νάρχωνται
από
τα τρίσβαθα
τα φωτεινά
των οριζόντων
και οι λυγμοί
όπου
σα βάσκανες ματιές
χρωμάτιζαν
του πυρετού τα ντέφια
στης λατρείας
τα κλωνάρια
αργά αργά
σιγούν
μια που
πιο γρήγορα
θα ξεχαστή
του χωρισμού
το κλάμμα
αφού προβέλνει
το θηρίο
τ’ανεμόδαρτο
ίδιο ξυλάρμενο
μέσα στης ζήλειας
το δρολάπι
– κι’ όχι ο
συνηθισμένος
ο Μινώταυρος
ο γνώριμος
αλλά
ένας ταύρος
με ανθρώπινο
κεφάλι –
και πίσω
τα πλατειά
φτερά
ανεμίζουνε
– ωσάν τ’ αγρίμι
π’ ούρλιαξε
σε βάθρα
αγαλμάτων –
και τα λυχνάρια
δείχνουνε
το δρόμο
που έρχουνται
και οι δαυλοί
ορίζουν
της
πομπής
το δρόμο
κι έρχονται
οι ανέραστες
παρθένες
που ασέλγησαν
σ’αντιφωνάρια
λυτρωμού
και
πόρπες
σαβανώτρες
κι’ έρχονται
και μου
δείχνουν
με τα
ματωμένα χέρια τους
το δέντρο
της ζωής
και του
θανάτου
όμως δεν με γελούν
γιατί τα
χείλια
μου
τα ξέσκισ’άσπλαχνα
η
εκδίκησις
κι’ ο
πελεκάνος
της θυσίας
και γιατί
μες’ στα
μάτια μου
βαθειά
ριζώσανε
τα
μανιασμένα
αστροπελέκια
του
πελάγους
κι’ αν ο
ανίερος κύκλος
δεν κατάφερε
να ζήση
μεσ’ στο
είναι μου
τα σαρκοβόρα
τρεχαντήρια
οι
υπερήφανες
αγριοφωνάρες
μου
ξυπνήσανε
τις
ερημιές
τις
φοβερές
που
ζώνει
η
νύχτα
κι’αν η πομπή
κυλάη
το δρόμο
της
μεσ’στων δαυλών
τα φώτα
και τα σείστρα
και μπρος
πάντα
πηγαίνει
ο ταύρος
ο
ανθρωπόμορφος
και τελευταίες
οι παρθένες
με τα μύρα
όμως
το
ξέρω.
είμαι
ο μόνος
που εδάκρυσε
όταν
περάσανε
αυτά
τα
λυρικά
σφαχτάρια
και ξέρω
ότι
το δέντρο
όπου
εφάνταξε
είναι
το δέντρο
της ζωής
μονάχα
είναι
το δέντρο
που
στις
δροσερές
παλάμες του
κρατά
το αιώνιο μυστικό
της
λήθης
κι’ είναι
το
δέντρο
που
καρτερικά
πάντοτε
πρόσμενα
να γίνω ένα
με τις
φυλλωσιές
του
είναι
το δέντρο
το
μονακριβό
που
τα λουλούδια
του
έλεγαν
πάντα
το
τραγούδι
της
χαράς
μου
κι’ειν’ η Ευρυδίκη
η Ευρυδίκη που έρχεται
και φεύγει
και ΞΑΝΑΕΡΧΕΤΑΙ
για
να
σταθή
οριστικά
μεσ’ στη
φρικτή
πληγή
των
αγριεμένων
σωθικών
μου
(κι’ ίσως
και
για
να δικαιωθή
ο παληός
χρησμός
που
κάποτ’ ώρισε
πως είμαι
ο Ορφέας
ο ψηλός
λεπτός
κι’ αθάνατος
βγαλμένος από
τα πλατεία
τα στήθια
του
Ερμή
του
Τρισμεγίστου)
και τώρα
που
το όνειρο
εθριάμβεψε
μες’
στο μικρό
λιμάνι
όπου άραξε
η πυρκαϊά των φοινικιών
στις
μαρμαρένιες
γούρνες
πάλι η χαρά του ήλιου
ολούθε
απλώνεται
κι’ ήχουν
μονάχα
οι
βαρύαυλοι
σαν
έρθη
η
νύχτα
Νίκος Εγγονόπουλος. 1946. Η επιστροφή των πουλιών. Αθήνα: Ίκαρος. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Νίκος Εγγονόπουλος. 1977. Ποιήματα. Τόμ. Β΄. Αθήνα: Ίκαρος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου