ΣΤΑΜΑΤΗΣΑ ΝΑ ΓΡΑΦΩ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Αυτό το παλιό ξυπνητήρι μου θύμισε άξαφνα την ώρα
Αν ήξερες τη μοντέρνα ποίηση στους διαδρόμους του εγκεφάλου μας
θα μου έλεγες είναι μια μακαρίτισσα ιστορία.
Κοίταξα πάλι τα ρούχα μου:
Φορούσα ένα σακάκι από παλιό πετσί, από πετσί ανθρώπου.
Είναι και μερικά σημεία απροσδιόριστα
υποσκάπτουν τη σκέψη μου με βασανίζουν.
Ένα γράμμα σύννεφο
τ’ ανοίγω λέει φοβάμαι
το χθεσινό μου όνειρο εκεί η φωτιά από το χθεσινό μου όνειρο
κι αυτό ή το άλλο δωμάτιο που καίγεται.
Σκέφτηκα τότε την ποιότητα εκείνου του δωματίου
με σωρούς βιβλία, διαγράμματα και σχέδια για το μέλλον.
Φοβάμαι την κατάληξη
της προτεινόμενης ηθικής προστασίας
και την οδυνηρή εξίσωση πάνω στο αδιατάρακτο κενό.
Μια μέρα
θα βγω στην ακατάπαυστη βροχή με το σακάκι μου θα προχωρήσω καταπάνω της
ο σίγουρα ένοχος σε θετικά σημεία
με κάποιο παραλογισμό στη σκέψη, στην εμφάνιση
θ’ αρχίσω να βγάζω από μέσα μου ένα προς ένα
τα παλιά στίγματα του ονείρου
θα ξεχάσω τα πάντα
το σπίτι κάποτε με τα κλειστά παράθυρα
την υγρασία
και το κορίτσι με το φαγωμένο πρόσωπο
που με περίμενε στη σκάλα.
Ύστερα θα σηκωθώ απ’ το σκοτάδι
και θα πω στον πατέρα μου: μην εκνευρίζεσαι
σταμάτησα να γράφω ποιήματα.
Θα καπνίσω ένα τσιγάρο και θα φύγω.
Αν μπορούσαν να κινηθούν τα μισάνοιχτα χείλη της Μέδουσας
ή αν ρωτούσαμε το μαντείο των Δελφών
πού θα μας πάνε οι άσκοπες αναζητήσεις
θα ’ρχοτανε η φωνή που χάσαμε τα ονόματά μας
ανάμεσα σε μερικές εκατοντάδες λέξεις
κι είμαστε μόνο «αυτός», «αυτή», «αυτό»
Δεν είναι κι άσχημο
τουλάχιστον κρατήσαμε το φύλο και το γένος
κάτι σώθηκε
Ακόμα η ικανότητα για αναπαραγωγή. Λοιπόν
ένα τσιγάρο ακόμα και θα φύγω
Έχω μια ώρα προθεσμία
γιατί ξεκίνησα νωρίς
και το μεγάλο ηλεκτρικό ρολόι είναι πάντα αμείλικτο
τίποτα δεν καταλαβαίνει απ’ τα προβλήματα του χρόνου.
Έχει σωπάσει τώρα το μεγάφωνο του σταθμού
(ούτε ένα φύσημα για δοκιμή)
έγινε σύνορο η σιωπή μας. Έγινε φράχτης
αν αυτό το τρένο που περιμένουμε δεν ερχόταν ποτέ
θα ήμουν ο μόνος απ’ όλους αυτούς με τις αποσκευές
που θα ήξερε τον προορισμό του
Τις πιο μεγάλες νύχτες
συγκεντρώναμε τους ήχους μιας μακρινής στην ψυχή νηνεμίας.
Ξεκινήσαμε ύστερα από απέραντες περιπλανήσεις
αποφασισμένοι να μιμηθούμε προσεκτικά
κάθε ανάβαση που ανταποκρίνονταν στην ένδοξη εποχή μας
έτσι απορροφημένοι
κοιμηθήκαμε άσχημα φωνάζοντας ανάμεσα στα όνειρα
ακούγοντας τη φωνή μας σακατεμένη από το φίλτρο της σιωπής
γιατί πρέπει κάποτε να τελειώσει αυτό το ποίημα
όλα τα ποιήματα πρέπει να τελειώνουν λέγαμε όπως τα παπούτσια μας
και τα πουκάμισά μας.
Πολλές φορές ήμασταν όλοι και τα συζητούσαμε
κάποτε ξενυχτούσαμε μεθυσμένοι
με την προσμονή μιας απροσδόκητης παρουσίας
στο τέλος συνηθίσαμε. Κι ήτανε γεγονός
πως μερικοί από μας στο βάθος είχανε το χάρισμα
να συναρμολογούν με αγαπημένα ονόματα μια σκέψη αφηρημένη.
Ωραία λοιπόν,
αφού διαλέξαμε το δρόμο της φθοράς – αλλιώς της αφθαρσίας
φωνάζοντας «παρών» σε κάθε τέταρτο της ώρας
και το ξέραμε πως στο τέλος ο καινούργιος βαρδάρης
θα ξερίζωνε απ’ αυτή την ασήμαντη οδό
και την τελευταία μας χειραψία
γιατί να επιμείνουμε σ’ αυτή τη νύχτα
-α-
Κάτι στριφογυρίζει πάλι στο μυαλό μου
αλλά είπα να μη σκέφτομαι κάθε μέρα.
Από την μπαλκονόπορτα
μπορώ να βλέπω την ανυπόστατη προοπτική μιας μπόρας
και μου έρχονται στο νου παλιές κοινότυπες εκφράσεις
που δε μου άρεσαν καθόλου
όπως «ο Απρίλης είναι ο μήνας ο σκληρός»
ή «είμαστε πάντα αιχμάλωτοι των εποχών»
ξέρεις, αυτό είναι μια κακή συνήθεια
από τότε που έγραφα νεανικά ποιήματα.
«Σταμάτησα να γράφω ποιήματα»
Ύστερα θα σηκωθώ από το σκοτάδι
και θα πω στον πατέρα μου: μην εκνευρίζεσαι
σταμάτησα να γράφω ποιήματα.
-β-
Αυτό που θέλω να σου πω δεν είναι μες το ποίημα
όχι τόσο γιατί θέλω να σου μιλήσω,
αλλά γιατί κάθε φορά που ανοίγω ένα σπαρακτικό βιβλίο
με κομματιάζει η έλλειψη επικοινωνίας
Έστειλα την αγάπη μου για ύπνο
λένε τα όνειρα κάνουν καλό στα ευαίσθητα παιδιά
και φύλαξα το πρόσωπό σου σε μια φωτεινή στιγμή
της αϋπνίας μου
σαν ένα μυστικό τηλεφώνημα το απόγευμα της Κυριακής.
Σκέψου κάθε πρωί όταν ξυπνάς
έχεις μια αίσθηση πιο σύγχρονη της μοναξιάς μου
γι’ αυτό αλλάζεις ντύσιμο,
χτενίζεσαι με τον καινούριο τρόπο
κοιτάζοντας με προσοχή μες στον αδιάφορο καθρέφτη
ύστερα παίρνεις τα βιβλία σου βαριεστημένη, πας στο μάθημα.
Τι να τα κάνεις τα μαθήματα
κι εγώ τα ποιήματα τι να τα κάνω;
Καλημέρα σου.
-γ-
Σκέφτομαι λοιπόν ότι πρέπει να κάνω κάτι πιο θετικό
με βασανίζει ένα αίσθημα προσωπικής ευθύνης
οι φίλοι μου νομίζουν πως κρατάω ημερολόγιο
κρυμμένες καταστάσεις κι αφορμή για ψυχανάλυση
κάποτε έλεγα «τα μέρη του λόγου είναι δέκα».
Τώρα δεν συμπαθώ τα επιφωνήματα, μένουν εννέα.
Έχω εφτά ονόματα όπως η μέρα
που αρχίζουν όλα από το γράμμα Χ.
Πήρα το τρένο κι έφυγα
δεν πήρα όπως νομίζετε κανένα τρένο
απλώς άναψα ένα τσιγάρο κι ύστερα
όσα είχα γράψει τα κατέστρεψα, με συγχωρείτε, τ’ αυτοκτόνησα!
Κυρίως φοβάμαι τη φτωχή γλώσσα των ποιητών
όταν έρχεται ο ύπνος σακατεμένος από προσευχές.
Θα σε πάρω να βρούμε
έναν επαγγελματία Ιησού Χριστό
είμαι ο πιο κατάλληλος
εξαιτίας του εκτροχιασμένου πνεύματος
μοιράστηκα ανάμεσα σε παλιά απρόσφορα ποιήματα.
με την ασφυξία μιας κουραστικής αυτομίμησης.
Είμαι σάπιος από τα προτερήματα των απρόσιτων φίλων μου
ένας πολυάσχολος μικροαστός ποιητής
ξέροντας πως δεν έχω μέλλον.
Να εξαιρέσουμε τις νύχτες που περνάω αδιάντροπα
με κραυγές πάνω στο μικρό κόσμο που περίπου απαρνιέμαι
ένας οίκος ταπεινής ανοχής
ένα μοτέλ
ένα γήπεδο με αγάλματα που κουφάθηκαν
Ο γιατρός άνοιξε την τσάντα
έβγαλε ένα παράξενο μικρό εργαλείο
πάνω στο τραπέζι τα ξεκοιλιασμένα ποιήματα έβγαζαν χλωροφόρμιο
«Κάνω εγχειρήσεις στ’ άρρωστα ποιήματα» μου είπε, «κάτι σώνεται
κάποτε γράφω κι εγώ, βλέπεις, εδώ είναι όλα πιθανά.
Ύστερα σου ’ρχονται όλα ξαφνικά, δικάζεσαι για φόνο»
Τότε άρχισα να μικραίνω
στο τέλος έγινα ένα μικρό μπουκάλι με αντισηπτικά.
Ο γιατρός πλησίασε το τραυματισμένο ακουστικό κι εγώ επανέλαβα:
«Πέρασα ένα ευχάριστο απόγευμα ανασαίνοντας δύσκολα
όπως το τρένο σε κάποιο παλιό ποίημα του γιατρού
είμαι υπέροχος εξαιτίας της απόγνωσης
έκανα τα αισθήματά μου διαφήμιση
και κατέθεσα την αγάπη μου στο ταμείο παρακαταθηκών και δανείων».
Αυτό είναι ένα καλό ποίημα, μου είπε
και τ’ άλλα βέβαια ήταν καλά
αλλά είχα απαυδήσει από ισορροπία
αυτή είναι η γνώμη μου ως αρχιτέκτονος
Δεν έχει σημασία που είστε εσείς κ. Ίβο,
μπορεί να ήταν η Μαρία ή κάποιος άλλος.
Ξέρετε εμείς περιμένουμε κάποιον επισκέπτη
περισσότερο σαν πρόφαση.
Ίσως βέβαια να περιμένουμε κάποιον άλλον
αλλά όλες αυτές οι διαφορές στο ύψος και τις κινήσεις σας
είναι τυχαίες παραλλαγές του ίδιου,
λέω πως είμαστε πάντα εμείς κι εμείς
Μιλήστε δυνατά, κύριε Ίβο,
μη σας εκπλήσσουν αυτές οι παραπληρωματικές συμπτώσεις
απλές συνωνυμίες ανθρώπων
που ερωτεύτηκαν ξαφνικά τη φωνή τους
όταν εμείς συνερχόμασταν αλαλαγμένοι
ακόμα από τη στερεομετρία των ήχων
και δεν είχαμε καιρό για συναισθήματα,
μάλιστα επιταχύναμε τον ρυθμό της αναπνοής μας
ρίχνοντας μέσα μας περισσότερες συλλαβές
από κάρβουνο και πρωτεΐνες.
Έτσι φτάσαμε σ’ ένα παράδοξο αποτέλεσμα,
το καταλαβαίνετε αυτό, κύριε Ίβο,
προσπαθήστε πάλιν δια της εις άτοπον απαγωγής
αλλά τι λέω
εμείς δεν έχουμε ηλικία στα πρόσωπα
δε μεγαλώσαμε καθόλου
κάτω από το σοβά του τοίχου
καιροφυλακτεί μια παρατεταμένη χειμωνιάτικη σιωπή
γι’ αυτό μιλήστε δυνατά.
Μιλήστε λοιπόν
θ’ απομονώσουμε τις κραυγές από το περιβάλλον
και θα προχωρήσουμε στις πράξεις
είμαστε πρακτικοί άνθρωποι, κύριε Ίβο
ένα –
δύο –
τρία –
τέσσερα ιδιωτικά χάσματα χαραδροειδή
με χαίνουσα χωρητικότητα
τέσσερα πλην τέσσερα συν τέσσερα
δια τέσσερα επί τέσσερα
θα μου πείτε πως αυτό δεν είναι καν ένα ποίημα.
Ναι, το ξέρω, κύριε Ίβο
κάνετε σύγχυση φαίνεται με τη σύγχρονη συνενοχή σας.
Ελάτε πιο μέσα, κύριε Ίβο
χαίρομαι που αφήσατε ανοιχτή την πόρτα
δε βλέπω καμιά πιθανότητα να γνωριστούμε
θα σας μιλάμε πάντα στον πληθυντικό.
Χ
Η γεύση από την περασμένη μέρα θα ξανάρθει στο σχολείο
Με τα βλακώδη ανέκδοτα. Νυστάζω και νυστάζεις
Σκέφτομαι ο Βενιαμίν θα κοιμηθεί.
Ο καινούργιος φίλος μου ο Βενιαμίν είναι αριστούργημα
νοικιάζει ένα ποδήλατο τρία τάλιρα την ώρα
πηγαίνει μόνος του στη λίμνη όπου έβαψαν κόκκινο τον κύκνο
ύστερα ο κύκνος ξέβαψε
πέρασαν πάνω του τα λεωφορεία
οι νέες πινακίδες τώρα γράφουν «Εγνατία Οδός»
Η Τζένη περνάει λοξά τον ίδιο δρόμο
μοίρασε τα μαθήματα σε δυο μεγάλες πολιτείες
μια βορεινή μια νότια
εγώ όπως ξέρετε
κήρυξα πόλεμο με τα αμφιθέατρα κι ήρθα εδώ.
Ο φίλος μου ο Βενιαμίν παράτησε τη γωνιά του στο πανεπιστήμιο
καβάλησε ένα θερμόμετρο με υδράργυρο
κι ανέβηκε όπως ο πυρετός στο ρετιρέ
έπεσε ο πυρετός κι εκείνος σκοτώθηκε.
Τώρα είναι ήσυχος
μες το θάνατο κι απύρετος
η παρουσία του ανεβαίνει σταθερά
το πρόσωπό του διαβαθμίζεται
σημειώνει επιτυχία
Ψ
Η θεία Λητώ,
η γυναίκα του επιμελητή των σκοτεινών ειδήσεων
έφυγε στο νησί για παραθέρισμα.
Στο σπίτι στα παράθυρα πήρε και κάρφωσε στολές
περούκες εξαρτήματα από πουλιά, μαύρα κατά προτίμησιν.
Κανείς δεν πίστευε, πως θα φύτρωναν τέτοια δένδρα
στον κήπο σ’ ένα εικοσιτετράωρο
ανάμεσα στα κυπαρίσσια
και την εκκλησία των αγίων Ταξιαρχών
ο ταξιάρχης Μιχαήλ
και ο ταξιάρχης Γαβριήλ
δυο τύψεις ενοχής αλλοιωμένες από μουρουνέλαιο
στην ίδια συσκευή του βάθους.
Φαντάσου εδώ μια σύνοψη των παιδικών σου ονείρων
σε χρόνο παρόντα σε τετελεσμένο μέλλοντα
τότε που τυραννούσες τα βιβλία σα να ’ταν ζωντανά πουλιά
και φώναζε η θεία Λητώ «καταραμένε».
Βιβλία και αναγνωστικά τελειώνουν δεν τελειώνουν.
Πρωί-πρωί θα ’ρθουνε θα με βρούνε στα σκαλιά
να φτιάχνω κάτι απ’ το παλιό τραγούδι.
Άλλες φορές δεν ήταν ίδιο
δοκίμαζα να διασκεδάσω με τσιγάρα ή με το μαγνητόφωνο.
Ω
Το απόγευμα θα υπάρχουν
τρία ή τέσσερα αμφιθέατρα μες στο βλέμμα μας
είδωλα της μοντέρνας οπτικής μεθόδου
που αρχίζουν συνήθως από την ανάποδη.
Φερ’ ειπείν
ο μέγας υαλουργός με τους αντικατοπτρισμούς
εχθές που περπατούσαμε μαζί κι είχες ξεφύγει πάλι από το θέμα
ο μέγας αρχιτέκτων με τα παλιά και τα καινούργια επίπεδα
ότι το πρόσωπό σου –όπως και το δικό μου άλλωστε-
είναι ένα πρόβλημα γωνίας και φωτισμών
ο μέγας στρατηγός Αλέξανδρος.
Η θεία Λητώ δοκίμασε να ερωτευτεί
με δεκαπέντε τρόπους και συστήματα
το μαύρο άγαλμα στη μέση της πλατείας
Ο Βενιαμίν εγκατέλειψε τρία ποιήματα
πάνω σε προγράμματα κινηματογράφων.
Γι’ αυτό είπαμε πάλι το γνωστό ανέκδοτο
με τη βίδα και το κατσαβίδι
Έβλεπα έναν παλιό ερωτευμένο άγγελο
να κατεβαίνει καθέτως προς τη Λεωφόρο Νίκης.
Ο Βενιαμίν ένοχος αθώων ή νοερών επιγραφών
Ο Βεβιαμίν κατασκευαστής παραδείσων
ο παλιός άγγελος απών
η απουσία που δυναμώνει με το διακόπτη
τα εγκαταλελειμμένα ποιήματα.
Ραντεβού μες το κότερο μαζί με τις ευχές
των προγόνων και χωρίς τη Σοφία. Υπάρχει μια άλλη
στη ζωή μου της εξήγησα και της έμαθα το ανέκδοτο
που μιλούσε για το σπίτι μας. «Στο σπίτι είχαμε το πράσινο
δοχείο και το κόκκινο δοχείο. Στο πράσινο δοχείο
είχαμε κάτι για τον ύπνο, δεν το άνοιξα ποτέ, και τα πράγματα
έγιναν μ’ έναν ιδιότροπο μοντάζ, όπως παλιότερα
στα σουρεαλιστικά πράγματα. Τουτέστιν πάνω απ’ όλα
ήταν το κεφάλι μου, από κάτω μια βιβλιοθήκη
μια θερμάστρα
μια κρεμάστρα
για τα πιάτα.
Τότε κόπηκε ξαφνικά το κεφάλι μου
καθώς ξυριζόμουν, έγινε θόρυβος
και διασκέδασα πέφτοντας τα πιάτα
η κρεμάστρα
η θερμάστρα.
Στο κόκκινο δοχείο δεν είχαμε τίποτα για τον ύπνο»
ΤΟ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ ή το ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΚΑΙ ΔΥΝΑΤΟΤΕΡΟ
Φτωχέ μου κόκορα δολοφονημένε. Ήταν η αγάπη μου
μικρή και σακατεύτηκε όχι από λουλούδια. Εαρινή
σα γκόμενα την πήρε η νύχτα. Πολύ αργότερα ονειρεύτηκα
ότι κοιμάμαι αγκαλιά μ’ ένα μαύρο σόλεξ κι ακόμα έξω από τη νύχτα
ένας μεγάλος κόσμος ηλιοτρόπια. Έρωτας ήταν πιθανόν
μες στα κυπαρίσσια πέρα απ’ την άσφαλτο. Έφευγα για το δάσος
Το δάσος ήταν άλλο πράγμα. Ανέβηκε
ήσυχα ο πατέρας μου με το γραμμόφωνο. Γιατί γράφεις πάλι,
μου έλεγε, είπες θα σταματήσεις, με ξεγέλασες.
Εγώ τελείωνα. Γύρω μου σαλιγκάρια, χώματα
και τενεκέδες από το άλλο οικόπεδο, υγρά
και απόκοσμα. Κάποτε η Μαρία, φωτεινή, φιλέρημη,
φτερό, φυσικά χορεύοντας. Και κατάλαβα πως έβγαινα
απ’ το ποίημα, γινόμουν η ιστορία του γίγαντα
Νεμδώρ και της αγαπημένης του.
Ένα άλλο απόγευμα ήρθε ο περίφημος Βενιαμίν, πείσμωνε
του σκασμού που ήτανε κρίμα κι άδικο, τέτοιο παιδί.
Του έλεγα ψέματα ότι μοίραζα λουλούδια κοροϊδεύοντας την αρραβωνιαστικιά μου
στην ίδια πόλη σε περαστικούς εις μνήμη της.
Δεν είναι λουλούδια, μου είπε. Έφυγε θυμωμένος
μέσα από τα συγκροτήματα σφυρίζοντας,
αλλιώτικος απ’ το βιβλίο μου.
Βρε παιδάκι μου, της είπα, ξεσκονίζοντας τα μεγάλα φτερά
των αγγέλων. Τω καιρώ εκείνω έπεσα στο κρεβάτι από το στομάχι μου, ένα από τα πολλά στομάχια δηλαδή. Από μικρός ήταν η Τρίτη κι ο μαχαιροβγάλτης άγγελος, όπως τον εννοούσα εγώ ανάμεσα στα κυπαρίσσια, χρόνια αργότερα έθαψα μέσα μου το νευρωτικό καρμπιρατέρ αφήνοντας απέξω εκείνο που έχει σημασία, μια πινέζα ή ένα πίπερμαντ από γυναικείο χέρι, η Τεριλί βαμμένη όπως οι πρόστυχες, βρε παιδάκι μου της είπα και μετάνιωσα ολόκληρος για τις άσεμνες χειρονομίες και την κλίση μου στο σεξ. Το βράδυ ανάποδα στον ύπνο μου ένας σταυρός εν τούτω νίκα, άκουγα τούρκικες φωνές πίσω απ’ το γήπεδο, ήταν Απρίλιος κι έκλαιγα πάντα σαν εβραίος. Άλλως θα είχα τελειώσει ένα καλό ποίημα με αγγέλους.
ΤΟ ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΑΕΡΟΠΛΑΝΟ 1. ΣΕΒΡΟΛΕΤ
Η υποψία μιας κοινής γυναίκας
με το σαλταδόρο σύζυγο που μου κουβαλούσε βότκα
την εποχή που εγώ τροχονόμος με ελαφρύ ντύσιμο
διαμόρφωνα την προσωπικότητά μου
Έβλεπα την ανάσταση με την γκρίζα σύλληψη του χαμαιλέοντα
και να φεύγω από το σπίτι μου κουρεύοντας την άσφαλτο
όπως όλοι οι ταξιτζήδες.
2. ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗ ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΗ
Αυτή η λαχτάρα για τη μουσική και γενικότερα
οτιδήποτε ωραίο δεν πάει σε άλλο τετράγωνο.
Εδώ τα φώτα με τα σιδερένια μαγιώ της εποχής
και να σκέφτεσαι το γυναικείο φύλλο. Ελάχιστες πιθανότητες
να παρουσιαστώ λίγο σαν άρρωστος, απότομα με τις κουβέντες
και σιγά-σιγά ν’ αγκαλιάσω τη βουβωνική σου χώρα.
3. Η ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΓΓΕΛΩΝ
Ενίοτε παίρνουμε ταξί καλώς εχόντων των πραγμάτων
βολεύοντας μέσα μας τα πάντα και τον άρρωστο και
τη χειμερινή μας ερωμένη. Την πήρε ο διάβολος κι αυτή
και το μουλάρι της αγάπης μας. Εγώ έκανα στροφή
και ξέρασα το ψυχικό μου κόσμο με τα κέρατα απ’ τα ούζα
και τα γρήγορα ξενύχτια. Ύστερα συνεχίζω στο αρχαίο σινεμά
με λυπημένους ινδιάνους.
Άλλα πράγματα πιθανώς φαγώσιμα και που δεν με κολακεύουν
όπως το μπάνιο, δεν τα κάνω κέφι
Οι άνθρωποι γλίστρισαν και σημαδεύτηκαν στον κώλο.
Τοιουτοτρόπως τα τσακάλια με την πρώτη ευκαιρία, την Κυριακή
βρήκαν πιο εύκολα το στόχο τους. Λύκος και λέαινα
αμφότερα ζώα, εντοπισθέντα πάραυτα από την άμεση δράση
έκαναν έρωτα στο Χάιντ Παρκ λίγο πιο κάτω απ’ την Ομόνοια.
Κι η κοπέλα μου στο θυρωρείο έβλεπε πόσο λίγο
διαρκούν τα κοπλιμέντα.
7. ΤΑ ΑΣΤΡΑ ΜΙΛΟΥΝ ΓΙΑ ΣΕΝΑ
Υπάρχουν πλήθος κωλόπαιδα
που γαβγίζουν ως τις δώδεκα τη νύχτα
και μετά ξυρίζονται στον ύπνο τους δίχως σαπούνι
και τα ψάρια.
Όπως εγώ στον αστερισμό του σκορπιού από το 1947
που ερωτεύτηκα πρόσφατα την Κάτια με το σύστημα ξυράφι
Ο ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ ΜΙΧΑΗΛ, Ο ΠΡΟΣΤΑΤΗΣ ΤΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ: άσε τον άνθρωπο να λέει ποιήματα, είπε ο κύριος νεκρός! Το μαύρο είναι μαύρο στο ξενοδοχείο των λύκων:
Ο ταξιάρχης Μιχαήλ καπνίζει κρυφά στην τουαλέτα
του σχολείου σαν αράπης. Τον είδα κάποτε να πηδάει
από το γήπεδο σκίζοντας την τρέλα, όπως η φαιά ουσία του τσιγγάνου.
Άλλο η κοπέλα στο κατάστημα, τη φαντάζομαι στον Άλιμο
να μαυρίζει με τα πρώτα μπάνια κι ύστερα
να πεθαίνει με την ώρα της πάνω στη μοτοσυκλέτα.
Χωρίς κωλοτούμπες όμως!
Την βρήκα πάλι στο δωμάτιο πίσω από το οικοτροφείο
με τα κωλόπαιδα, είμαι η σύζυγος του Εντ, μου είπε,
θ’ άκουσες βέβαια τον πυροβολισμό, πελαγώνω στα χώματα,
θα πεθάνω στα υψώματα εκεί δίπλα στην αντένα του ραδιοφωνικού
σταθμού. Τότε την έσφιξα περισσότερο πάνω στο έπιπλο
γιατί η ψυχή μου φεύγει από το σπίτι κι ύστερα
σκοτεινιάζει δώδεκα η ώρα και τα σφιγμένα δάχτυλα
των αρχαγγέλων τρίβονται πάνω στα παλιάποδήλατα.
Από την άλλη πλευρά της ομίχλης μου δεν υπήρχανε
κορίτσια και ποιητικές βραδιές κι όλα ήτανε δύσκολα
πάνω στην άσφαλτο γιατί ο αρχάγγελος είχε στραμπουλίξει
τα λιγνά του πόδια κι έβρισκε δυσκολίες με τη μπάλα
σαν τον Κόλιν Μπελ. Ήταν η δύσκολη περίοδος κι έκανα
τούμπες στους μπαξέδες, σαν να βρήκα πάλι την κοπέλα μου
να φυτεύει σχιζοφρενικές πενικιλίνες. Ξαναπερνώντας από
το αντλιοστάσιο έκανα μια παλιά ευχή για τη σωτηρία
των τρελών, σαν καλό παιδί της εποχής μου, η γιαγιά μου
έφυγε λυπημένη μες στο φέρετρο, μου έδωσε ένα κατοστάρικο
ν’ αγοράσω χάρτες της περιοχής και τσιγάρα της περιοχής
για τους λίγους ανισόρροπους που θα έφευγαν σε λίγο.
Έχω μια ώρα προθεσμία γιατί ξεκίνησα νωρίς και το μεγάλο ηλεκτρικό ρολόι είναι πάντα αμείλικτο.
Τίποτα δεν καταλαβαίνει από προβλήματα του χρόνου.
Έχει σωπάσει τώρα το μεγάφωνο του σταθμού…
Έγινε σύνορο η σιωπή μας
Έγινε φράχτης…
ΜΟΥΣΙΚΗ ΥΠΟΚΡΟΥΣΗ
Και να σκεφτείς
πως ήθελα να ξεφύγω απ’ αυτό το γαλάζιο ασύμμετρο δωμάτιο
με τις περιπαιχτικές μελωδίες
πρέπει να σημειώσεις πως συνήθισα
μιαν άλλη μουσική
πιο αιχμηρή θα έλεγα.
Τότε αναλύθηκα σε περιοδικούς λυγμούς
που θύμιζαν τις παλιές άγονες λιτανείες κυρίως τα βράδια
γι’ αυτό που ονομάζαμε συνείδηση, συνενοχή, συμμετοχή, συνάθροιση.
Να ξαναβρούμε λοιπόν τα χαρακτηριστικά μας
σε μια καινούργια συχνότητα
πιο κοντά στα πράγματα που αγαπήσαμε
στα πράγματα που χάσαμε σ’ ώρες ταλαντευόμενης ευαισθησίας.
Τώρα δεν πιστεύω πια στα ωροσκόπια
ούτε στις καιρικές μεταβολές όπως τις σημειώνουν στα νοσοκομεία
γιατί υπάρχει πάντα και το ενδεχόμενο
ν’ απλώσουμε σε καινούργια δεδομένα τη σιωπή μας
σαν ένα ύστατο καλωσόρισμα σε κάτι που είναι απόν ακόμα.
Δε θέλω να πω πως εκείνο το ασύμμετρο γαλάζιο
έχει μια μακρινή χημική συγγένεια
με το δικό σου αμφιβληστροειδή
όμως εδώ μπορεί να πέφτω κι έξω
όπως πέφτουν έξω από τα πράγματα
όσοι μιλάνε ή σκέφτονται με στίχους
(προβλήματα αρχιτεκτονικής)
ΛΟΙΠΟΝ ΝΑ ’ΜΑΣΤΕ ΠΑΛΙ ΣΤΑ ΠΡΟΘΥΡΑ ΜΙΑΣ ΑΠΕΛΠΙΣΤΙΚΗΣ ΣΥΝΔΙΑΛΛΑΓΗΣ, ΡΩΓΜΕΣ ΑΝΑΚΑΤΑΤΑΞΕΙΣ ΚΙ ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΙΦΩΝΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΟΙΚΤΟΥ ΑΝΑΠΟΔΟΓΥΡΙΣΜΕΝΑ:
Κυρίως να σπάσουμε την υποχώρηση
ή αλλιώς να εμποδίσουμε την υποτροπή μιας αποδεδειγμένης υποχώρησης
διότι σήμερα κιόλας
ή μάλλον από χθες είμαστε αυτόπτες μάρτυρες
στον τοκετό μιας νέας πολιτείας με πίτσες, λεμονάδες
και δημόσια ουρητήρια, ένας οχηματαγωγός εγκέφαλος χωρίς μνήμη.
Φωνάξαμε πάλι δυνατά για να τα παρατήσουμε
πώς αλλάζει ο ήχος όταν βγαίνει από τον λάρυγγα
να καταγράψουμε όλες τις πιθανές μας αντιδράσεις
σα να τραβούσαμε ένα χαλασμένο δόντι
και τόσοι κώδικες επικοινωνίας
σύρματα για την επικοινωνία με τα προάστια
τηλέφωνα, τηλεφωνήματα, γυαλιστερές συσκευές
εγκαταστάσεις έξω από την πόλη για τις θερινές διασκεδάσεις
γραφείο κινήσεως και μεταναστεύσεως αποδημούντων συμπολιτών
αξιόγραφα οπισθογραφημένα με τα αρχικά
της ανωνύμου εταιρείας περισυλλογής εκτροχιασμένων τουριστών.
Ίσως πρέπει να ξαναρχίσουμε από χαμηλά
αφήνοντας πίσω μας μακρινά ερείπια νοήματα
να χρηματίσουμε δικαστές της νεότητας για λίγο καιρό
να ακολουθήσουμε το ρεύμα που μας παρασέρνει σ’ ένα παραλογισμό ολοφάνερο
εν ανάγκη ν’ αγοράσουμε και μια τηλεόραση
Και όλα αυτά μεθοδικά
τακτοποιημένα στην εντέλεια
χωρίς να μείνει περιθώριο για ένα απορριπτέο (ή σχεδόν) επιχείρημα
κι όταν κάποτε εν καιρώ
θα είμαι ο σωσίας και το είδωλο, έτσι αόριστα
και θα επισυνάπτω πιστοποιητικά στις περιπτώσεις ομοφυλοφιλίας
θα συγκεντρώσω όλα αυτά τα σπασμένα κόκκαλα.,
τα ερείπια των επιγραφών
και με συγκίνηση
μετά την ανακομιδή
θα τα κλειδώσω στο πιο επίσημο οστεοφυλάκιο
[Το βασιλικό φθινόπωρο]
Έτσι τα έφτιαξα με τη λευκή κοπέλα
ταξιδεύοντας με μοτοσακό
στα λογοτεχνικά μου ύψη.
Παράνομο ζεύγος τυλιγμένο με μαλλιά αγγέλου,
που είναι το ίδιο
με την καμπαρντίνα των κοινών ανθρώπων.
Ζηλεύεις για την επικοινωνία μου
με ουράνιες ακριτικές περιοχές.
Απλώς καρφώνω ένα σημείωμα στο στήθος της,
πάνω απ’ το σουτιέν,
κι οι καλλονές με τα πευκάκια κάτω απ’ τα φουστάνια τους
πέφτουνε μέσα
σε ένα δευτερόλεπτο της αθλητικής ζωής μου.
Είναι μια τάση για φθινόπωρο,
όταν σαπίζουν τα ποιήματα,
να λιγοθυμήσω μερικούς μεγάλους άνδρες
που πεθάναν από ίκτερο ή από καλοριφέρ.
Μόνο με το ένα πόδι μου, δηλαδή το γύφτικο,
που έπαιζε ποδόσφαιρο,
ενώ το δεξί πήγαινε ακόμα στο πανεπιστήμιο
για υψηλότερες σπουδές.
[Δε σφυρίζουν τη νύχτα]
Στον Δ.Ν.Μαρωνίτη
Τρένο-ταμείο του θανάτου.
Αυτογκόλ τρένο του Αντρές Εσκομπάρ.
Τρένο που ο Κίμων αποδήμησε
Φωτογραφία τελευταία κάτω από τ’ αστέρια.
Νάσος, Αντώνης. Η Τζένη κούκλα
ίσιο μακρύ μαλλί δεξιά του μεταστάντος.
Αριστερά του Αντώνη η Μαρία
με το τρένο της στον ουρανό του Χολαργού.
Απέναντί μου στο σκοτάδι ο Γιάννης.
Τρένο που η Νόρα δε σηκώνεται από τον καναπέ
στο τέταρτο άσμα του Σινόπουλου.
Ενώ αυτός κοιτάζει ακόμη ασθενείς.
Την ώρα που εγώ κατ’ εντολήν του
Βασίλη, ρίξε νερό στην κατσαρόλα, λέει.
Τρένο με καλόγριες Αρέτσο-Γκούμπιο.
Τώρα που ο Κώστας τον είδα να γελάει.
Πριν από το αμετάκλητο.
Και που βρίσκομαι στην κατάσταση
Ολυμπιακός Πειραιώς.
[ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΟΣ ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ]
Από την άλλη πλευρά της ομίχλης μου δεν υπήρχανε
κορίτσια και ποιητικές βραδιές κι όλα ήτανε δύσκολα
πάνω στην άσφαλτο γιατί ο αρχάγγελος είχε στραμπουλίξει
τα λιγνά του πόδια κι έβρισκε δυσκολίες με τη μπάλα
σαν τον Κόλιν Μπελ. Ήταν η δύσκολη περίοδος κι έκανα
τούμπες στους μπαξέδες, σαν να βρήκα πάλι την κοπέλα μου
να φυτεύει σχιζοφρενικές πενικιλίνες. Ξαναπερνώντας από
το αντλιοστάσιο έκανα μια παλιά ευχή για τη σωτηρία
των τρελών, σαν καλό παιδί της εποχής μου, η γιαγιά μου
έφυγε λυπημένη μες στο φέρετρο, μου έδωσε ένα κατοστάρικο
ν’ αγοράσω χάρτες της περιοχής και τσιγάρα της περιοχής
για τους λίγους ανισόρροπους που θα έφευγαν σε λίγο.
ο καβαλλάρης
στη Γιολάντα
Κάποιο είδος ανθρώπινο μού κατέστρεψε την έμπνευση. Έτσι
έκλεισα το κορίτσι στα σκοτάδια του Μεγάλου Σαββάτου.
Ύστερα κάθισα πιο αναπαυτικά στα ξερά δαφνόφυλλα.
Θέλησα να καπνίσω κι έβαλα εκείνο το πικρό πράμα στο στόμα μου.
Την επιούσα έφευγα πίσω από τις μάντρες, έβγαινα ενισχυμένος σαν
τον Τελαμόνιο, μοναχός ευαγγέλιο. Συνάντησα ανθρώπους
όπως άλλοτε στην Αθήνα, κάτω ήταν το κρύο κι η ψυχή τους
σύνολον ενιαίον, συναχώματα και τέτοια. Κάτι απότομα
τρυφερό και στο βάθος, όπως οι ταξιδεμένες μητροπόλεις
Ιερισσού, Αγίου Όρους και Αρδαμερίου, η κοπέλα που διέκοψα μαζί της.
Στο μεταξύ όμως είχα γνωριστή με τα κουμπιά,
τα πλήκτρα και άλλα σύνεργα των γυναικών. Εκεί ήταν
και ο φίλος μου μονίμως καβάλα στο μαντρότοιχο
που αργότερο τον γέμισα κάτι περίεργες κουμπότρυπες
και τον έστειλα στον ουρανό. Εσύ το βιολί σου, μού έλεγε
γράφε ξερά κι ανυπόμονα, είναι θέματα αυτά,
ιστορίες μικρές για ένα άγριο παραθέρισμα.
η αρραβωνιαστικιά μου
Ο εξάδελφος Μανώλης
πιθανή συγγένεια με το γένος των ανθρώπων
σαν τους σιχαμένους. Ο μικρός το δέμας, ειδικός
επί των κυττάρων της προσόψεως. Μου έλειπε το πρόσωπο
και το έχασα στον πόλεμο τους είπα, φυσικά τους είπα
ψέματα. Η θεία μου ήτανε πεθαμένη στην αρχή της άλλης
πόλης. Το κατάλαβε πως άκουγα τη μουσική που ερχόταν
από σπάνιο ύψος κι έγραφα κι έβριζα τη Μαρία
και τη μάνα που με γέννησε. Στο γάμο μου έφεραν λουλούδια
κι αντικείμενα από μέταλλο. Ήμουν περίλυπος μ’ αυτή τη θεία
που πέθανε. Έβγαινε ο ήλιος τώρα κι έκανε στην πόρτα
μια λευκή κηλίδα. Άρχισα να διορθώνομαι λίγο-λίγο
σαν παιδί. Έβγαζα μάτια, δόντια και μαλλιά
ώσπου είδα πάλι στην πραγματικότητα την αρραβωνιαστικιά
μου· ερχόταν απ’ την άλλη πόλη με το φίλο της, όπως
κρατάμε τα σκυλιά στην αλυσίδα. Έκοψα το τηλέφωνο
κι έγινα ιατρός ψυχών.
ο γάμος μου και τα πουρνάρια
Καρφωμένος στην πέτρα απόγευμα πάλι θαύμαζα τα χέρια μου
την ιστορία μου. Ιδίως το γράμμα Φ από τα φτερά μου.
Τη γυναίκα μου που έμεινε κι αυτή στο γύψο
με τις προσευχές της. Παξιμάδια έπεφταν στριφογυρίζοντας ολοένα
όπως το χιόνι σε εποχές εποχούμενες πάνω στο έλκυθρο.
Τέσσερις πέντε εμπειρογνώμονες φιλονικούσανε για τα συμπτώματα
και την ουσία μου. Τους ξεγέλασα όλους. Η Πελαγία, η μάνα μου
χάρηκε πολύ που έγινα γιατρός και τι γιατρός. Είμαι
οτιδήποτε χρειάζεται για ουράνια χώματα και χρώματα
και πτώματα, κυρίως για τενεκέδες. Ύστερα, ένα χρόνο αργότερα
πάνω στις δυσκολίες του βίου μου, θέλω να πω όταν πέθανα
βρήκα τη θεία μου που είχε πεθάνει το φθινόπωρο. Είχα
ησυχάσει τώρα και αλήτευα στα κράσπεδα, στην αρχή
της άλλης πόλης, μουρμουρίζοντας εορτολόγια
και βίους αγίων σαν υποκριτής, φερσίματα ελαφρά
όπως οι πρόστυχοι.
Από το βιβλίο «Έξη Ποιητές» [Ιδιωτική Έκδοση, Αθήνα 3/1971]
χόβερκραφτ (η μοναξιά του Σούπερμαν)
Εκεί ψηλά εξακολουθούσα με τις λόξες και το μηχανάκι μου/ γιατί ο δεύτερος ουρανός στο μεταξύ ανακατεύτηκε με άλλα/ γέλια κι αυτοκίνητα κι έρχονταν πράγματα παράξενα, αγγελού-/δια/ και μουσικές από το θαυμάσιο κόσμο των αδερφών Γκριμ, ο μί-/στερ/Σόλο, ο πιανίστας, κι εγώ σκεφτόμουνα τον άλλο κόσμο, όχι/ εκείνον/που πεθαίνουμε και πάμε στη δουλειά μας, αλλά τον αληθινό/που έχουμε την περιουσία μας, με καταστήματα εφάμιλλα των ευρωπαϊκών κι ένα σκέτο κορίτσι, έβγαζε το πουλόβερ θα σου το στείλω ταχυδρομικώς, μου έλεγε και το στόμα του ήταν μια σκουριασμένη σάλπιγγα που βούλιαζες εφάμιλλη/των ευρωπαϊκών.
Βασίλης Στεριάδης, από το "Ιδιωτικό Αεροπλάνο", Κεφάλαιο Πέμπτο: "Το ταγκό της αεροπορίας", εκδ. Εγνατία, σελ. 85
* * *
το συγκρότημα ή το τελευταίο και δυνατότερο
Φτωχέ μου κόκορα δολοφονημένε. Ήταν η αγάπη μου/ μικρή και σακατεύτηκε όχι από λουλούδια. Εαρινή/ σα γκόμενα την πήρε η νύχτα. Πολύ αργότερα ονειρεύτηκα/ ότι κοιμάμαι αγκαλιά μ' ένα μαύρο σόλεξ κι ακόμα έξω από τη/ νύχτα/ ένας μεγάλος κόσμος ηλιοτρόπια. Έρωτας ήταν πιθανόν/ μες στα κυπαρίσσια πέρα απ' την άσφαλτο. Έφευγα για το/ δάσος./ Το δάσος ήταν άλλο πράμα. Ανέβηκε/ ήσυχα ο πατέρας μου με το γραμμόφωνο.Γιατί γράφεις πάλι,/μου έλεγε· είπες θα σταματήσεις, με ξεγέλασες./ Εγώ τελείωνα. Γύρω μου σαλιγκάρια, χώματα/και τενεκέδες από το άλλο οικόπεδο, υγρά/ κι απόκοσμα. Κάποτε η Μαρία, φωτεινή, φιλέρημη,/ φτερό, φυσικά χορεύοντας. Και κατάλαβα πως έβγαινα/ απ' το ποίημα, γινόμουν η ιστορία του γίγαντα/Νεμρώδ και της αγαπημένης του./ Ένα άλλο απόγευμα ήρθε ο περίφημος Βενιαμίν, πείσμωνε/ του σκασμού που ήτανε κρίμα κι άδικο, τέτοιο παιδί./Του έλεγα ψέματα ότι μοίραζα τα λουλούδια κοροϊδεύοντας την/ αρραβωνιαστικιά μου/ στην ίδια πόλη σε περαστικούς εις μνήμην της./ Δεν είναι λουλούδια, μου είπε. Έφυγε θυμωμένος/ μέσα από τα συγκροτήματα σφυρίζοντας,/ αλλιώτικος από το βιβλίο μου.
Βασίλης Στεριάδης, ό.π., Κεφάλαιο Πρώτο: Ο δικηγόρος καβαλάρης, σελ. 52.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου