(Ντικ ο χλομός, Κέδρος 1976)
Ντικ ο χλομός
Ποιος πηγαίνει το σύννεφο; Πάντως
Κάποιος πηγαίνει.
Οι μαργαρίτες ίσως
Και η Ανάσταση ή
Ο φίλος μου Τάσος, και φωνάζει
Ουρανέ, γιατί πέθανα;
Ουρανέ, είσαι τρύπιος και βρέχεις καρέκλες
Ουρανέ, είσαι από σάλιο.
Αν δεν ήσουν ωραία
Δεν θα ήσουν ούτε ανάσκελα
Θα ήσουν μάλλον η μια από τις εκατό καρέκλες
Στον ουρανό.
Και ο αγαπημένος σου θα ήταν
Μια επαρχιακή μπανάνα σαν τον Ντικ
Μαλόου.
Αγαπητέ μου Ντικ,
Από τις βόρειες επαρχίες
Είσαι ψηλός και Αντρέας και αρχίζει από μ.
Τώρα είσαι ψόφιος ή κοιμάσαι;
Μονάχα μην πεθάνεις στʼ αλήθεια φίλε μου
Και την πατήσεις σαν και εμένα.
Δεν είσαι εν τάξει, ουρανέ μου.
Γιατί σε θέλω με εκατό γαλάζια συκώτια,
Αλλά μάλλον σε θέλω για μεγάλες δουλείες
Ή για θάνατο.
Αγαπητέ μου Ντικ, όταν πεθάνεις
Να μου φέρεις το φιλμ η νύφη περπατάει
Με τα κόκκινα.
Ακόμα φέρε και κανένα κορίτσι
Μου αρέσουν οι λιγνές
Φερʼ ειπείν η Κάτια σου.
Είσαι ψηλός λίγο ασχημάντρας
Αλλά είσαι και ωραίος ανάμεσα στα κορίτσια.
Μου αρέσει που είσαι ασχημάντρας
Δικηγόρε – αθλητή ου
Και πελάτης του θανάτου.
Θα κάνεις μια δυνατή βουτιά
Και θα ξαναβρείς τα φτερωτά μυρμήγκια
Και τα κουβαλάς στο στομάχι μου
Ονομαζόμενος Ταξιάρχης Μιχαήλ στον αιώνα.
Δεν είσαι εν τάξει ουρανέ μου
Να μου φέρεις αμέσως τον Ντικ
Και μερικούς άλλους ψηλούς
Να κάνουμε ομάδα.
Αγαπητέ μου Ντικ, από πότε κουφάθηκες;
Σε ζητάει ο ουρανός για να γίνουμε έντεκα
Να πεθάνεις αμέσως ηλίθιε,
Σου μιλάει ο Τάσος/
Να ψοφήσεις και αλλιώς δεν είσαι φίλος.
Πώς να σε πάρω από το γήπεδο;
Να σου στείλω καλύτερα ένα ταξί
Να σου ρίξω μια σκάλα
Μια βόμβα στʼ αυτιά σου να ξεβουλώσουν
Να σου ρίξω ρετσίνι στα μάτια;
Αγαπητέ μου Τάσο.
Για να πεθάνω και να ρθω αποκλείεται
Δεν μʼ αφήνει η Κάτια.
Αλλά η Κάτια είναι τρύπια και λιγάκι τρελή
Όπως πέφτει από τα σύννεφα
Στο κουτί με τα κουφέτα.
Εσύ είσαι πεθαμένος και μπορείς και γράφεις
Τρελός όμως δεν είσαι
Οι πεθαμένοι δεν τρελαίνονται ποτέ
Είπε κάποιος πεθαμένος
Έχουν μια γλύκα στʼ αυτιά , μια ώθηση από μέσα
Μια γραφομηχανή.
Έχεις εκείνο το χρυσό συναίσθημα
Από το φλερτ της υδρογείου.
Είσαι άδειος σαν τον νοικοκύρη σου
Το γαλανό νεροχύτη – τι απέγιναν
Τα παλιά σου φλερτάκια, δεσποινίς ουρανέ;
Αυτό το καλοκαίρι
Έχει μια αγάπη για σένα,
Δια παντός αγαπημένος στα σκοτάδια
Λυρική νύχτα με φρούτα στον κόσμο
Και υγραέριο φως
Να μου ρίξεις, αν θες, ένα γήπεδο.
Να μου ρίξεις τα άντερά σου
Να μου ρίξεις καλύτερα ένα ολόκληρο τραίνο
Για την περίοδο της μη στενοχώριας.
Η γενική πλάκα
Και ήθελα να φύγω με τα λεφτά μου
Ή τη ζωή μου.
Φασαρίες και μη φασαρίες
Θα ανεβάσεις πυρετό.
Τις γυρεύεις όταν τρέχεις Αθήνα – Πειραιά
Και τανάπαλιν – τούμπαλιν;
Να μου αγοράσεις μήπως καμιά κοπέλα
Καμιά πέτσινη φιλενάδα;
Μοναξιές από τις μεγάλες μοναξιές σου
Δεν υπάρχει κανείς
ξεφτιλίστηκες. Μαθητή Μιχαήλ
ποιον θα κεράσω φωτεινή μπύρα
που φέρνει γρουσουζιά;
θα ήσουν κίτρινη στην παλιά σου παρέα
κοιμήσου τώρα πιο ήσυχη
όπως στο μεγάλο παγοποιείο.
Είσαι μια όμορφη κοπέλα
Με τη μύτη προς το έλεος της γης
Σα να ψάχνεις για πετρέλαιο.
Γιατί δεν φεύγεις και εσύ όπως οι φίλες σου;
Θα περάσει να σε πάρει το σπίτι σου;
Θα περάσει μήπως κανένα ταξί;
Τι άλλο θα περάσει;
Ένα τραίνο που φεύγει πολύ μακριά
Μια γυναίκα γάτα μου είπε:
Χρόνια πολλά και πολλά φιλιά
Να προσέχεις τα τραίνα που φεύγουν μακριά
Και γίνονται γάτες. Έχεις δύο λεπτά
Γι να μαυρίσεις, δύο γαλλικά μέτρα δικά σου
Πεθαμένος εφʼ όρου ζωής.
Με απαλά νύχια θα περάσεις τη βαθειά πόρτα.
Αλλά μη βήχεις
Θα χαλάσεις το κοστούμι σου
Θα χαλάσεις το πάρτι με τους λοξούς
Κοιμήσου μόνο και μη σηκώνεσαι με τίποτα
Ούτε με ηλεκτρική σφαλιάρα
Ούτε με όλον τον τσιγαρόβηχα της Αθήνας.
Έτσι θα ξαναπετάξεις μέχρι την εταιρία του ουρανού
Και θα φέρεις το μεγάλο εισιτήριο για βαθειά
Και μικρότερα εισιτήρια- αγγούρια
Ούτε για ταλέντα
Ούτε για σινεμά
Ούτε για το ξενοδοχείο του Μάρκου
Γιατί ξέρεις το βάθος, το κόκκινο νούμερο
Και στο βάθος αλλάζουν φανέλες οι ψυχές
«φόρεμα μείνε αεράτο για κείνον»
πεθαμένος ξανά και ξανά
το πρωί θα είσαι ήρεμος
αλλά πρόσεξε το βράδυ.
Άγιος Ηράκλειος
Τότε φοβήθηκε ο σταυραετός
Πως θα με φάει ο κάμπος.
Απόψε έχει πολύ φάρδος, μου φώναξε
Τακτοποίησε την ψυχή σου με την πολυκλινική
Προτού γίνεις ξάδερφος με τα βατράχια
Και την ιταλίδα τη νύχτα. Πέταξε λυπημένος
Με τα σκέλια σου στην γαλανή λεκάνη.
Το τηλεφωνείο του
Θα επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη. Σε μια πόλη
Θα του συνδέσουν ταʼ αυτιά
Με τη φωνή της αλεπούς στον αυτοκινητόδρομο
Τον κακό του τον καιρό.
Εκεί στη φιδούπολη, σκέφτηκα
Ένα είναι το κόλπο, να είμαι σφιχτός
Ο καιρός θα περάσει και θα πεθάνω
Να μη σφίγγομαι.
Μήπως έχω τα χάλια μου;
Ουρανίες προ Χριστού
Θα χυθούν απʼ το σπίτι μου.
Το φιδάκι ο ίκτερος
Θα τυλιχθεί στα μπατζάκια μου.
Θα κοιμηθώ στο γενικό υπνωτιστήριο
Και θα ξυπνήσω νεκρός.
Νʼ ανοίξω και τα τέσσερα μάτια μου.
Γιατί αλλιώς θα μου φύγει απʼ τα ρούχα
Το μισό της ψυχής μου
Το μισό του μισού
Που ξεκίνησε για τα ορφανοτροφεία
Και έγινε ορφανοτροφείο.
Όπως έφυγε η βανίλια η Ουράνια
Έμενα με λένε Ουρανία, είπε, κανονικά δεν υπάρχω
Γυρεύω από χρόνια έναν άγιο
Που του φεύγει η ψυχή από τις τσέπες.
Έμενα με λένε Βασίλη, σκέφτηκα
Θα φυτρώσουν καρούλια στα πόδια μου
Και θα φύγω κατά κει.
Η λεωφόρος μου έρχεται στενή στο λαιμό
Η οδός Αλληλούια.
Ο εφιάλτης της ισοπαλίας
Παπούτσια σπορ και σπορ κωλότσεπη
Μπλε ουρανός γεμάτος από σπορ.
Είμαι καταχαρούμενος.
Μια μέρα του Μαΐου είσαι ζώον σκέφτηκα
Έχεις ένα γρουσούζικο σπυρί στο τρόπο του λέγεις
Και στενοχωριέσαι ως εξής:
Στενοχωριέμαι με κεφαλαία γράμματα
Και γυρίζω στο σπίτι μου με την αρχαία μπουνιά
Η ανησυχία μου πήγε στο δάσος
Όπου η χαλασμένη μουσική των παρανοϊκών.
Ο αγαπητός μας Πέτρος έφυγε με την μικρή
Και μπήκε κλαίγοντας στο σπίτι για χιλιάδες λόγους.
Αγαπητέ μου Πέτρο, δεν είσαι ένας κλασικός βλάκας
Θα ξεκινήσεις σαν ζώον για τον ουρανό
Από την κοιλιά της προδοσίας
Ή από την παλιά σου πατρίδα.
Τα μαθηματικά είναι αλυσίδα
Και ο κίνδυνος θάνατος είναι αλυσίδα.
Παγκόσμιου αρμονίας.
Επίσης η μαλακιά φίλη που σκαλίζει τα ουράνια
Και τα αίματα
Η σκληρή που γίνεται τίγρης
Το καινούριο σακάκι μου από τίγρη, Πελάγια
Μητέρα μου.
Και λίγα κουφέτα στην Θεσσαλονίκη
Το σύννεφο σκόνη νούμερο 9 στους αμμόλοφους
Όπου ανεβαίνει η Ουρανία και ρωτάει
Θα γίνει ο χορός;
Και λιγότερο θάνατος
Θάνατον πατήσας
Και ονόματι Αλέκος.
Γαλάζια Κόρινθος
Ουρανός
Ο όποιος ουρανός να πάει να φέξει.
Το μεγάλο λαχείο «σιγουριά της ανοίξεως»
Εν τω μεταξύ η νύφη η παντοτινή
Με τα γαλάζια μυρμήγκια στην τσάντα της.
Λευκό- κίτρινο χρήμα του Μαΐου
Και του Πανεπιστημίου.
Να ήταν μπύρα ή να ήταν νύχτα
Αχτύπητη μπόρα
Με τα ψώνια
Με την κιλότα
Η επαρχία με ψώνια τρουακάρ
Και το αρχιψώνιο τη Μαρία για σταρ
Η επαρχία μασάει τον Ρενέ Σαρ.
Θα πρέπει να έχω θαφτεί
Η σχεδόν να έχω παντρευτεί
Μαζί με όλα τα βουτυρωμένα και τα φωτεινά
Όπως κατέρχονται από τον ουρανό
Ο Μιχαήλ και οι άγγελοι
Η μαστίχα της νύχτας
Το αμάξι μου ή ένα λουλακί σχολείο
Το καπέλο μου ή ένας άγριος πυρετός
Μέσα στα ελληνικά χόρτα
Σε ποιο οροπέδιο πατάω;
Της Αγίας Παναγίας των αγγέλων;
Τίνος είναι το τραγούδι
Ο αδέσποτος σκύλος;
Πληγή ζώσα που πέθανε
Κακιά και πονηρή
Από το ποίημα γαλάζια Κόρινθος
Μέχρι το ποίημα Λουλού.
Λουλού, τα μάτια σου τέσσερα
Λουλού, το γαλάζιο μου κέρατο.
Τα άντερά μας, Λουλού
Το παντελόνι σου έγκυος
Τα όνειρά σου γεμάτα κοτόπουλα
Τα χαλασμένα σου φώτα στο δρόμο του κερατά
Λουλού, είμαι νούμερο, μη τα βάζεις μαζί μου
Που πήγα σο διάβολο
Κράτα τα πόδια σου κλειστά Λουλού.
(Επιλογή-Επιμέλεια: Νίκος Λέκκας