Σὲ βλέπω ταξιδιώτισσα ξενιτεμένη
καθὼς ποὺ σ᾿ εἶδα μία φορὰ σ᾿ ἕνα ἀκρογιάλι,
κοπέλλα βεργολυγερὴ καὶ χαϊδεμένη,
μὲ μιὰ πλεξούδα καστανή, μ᾿ ἀφράτα κάλλη.
Ρωτῶ τὰ μαῦρα μάτια σου καὶ λέω πὼς ξέρεις
νὰ κλεῖς τῆς νιότης τὸν καημὸ στὰ σωθικά σου.
Ρωτῶ τὰ χείλη σου καὶ λὲς πὼς θὲ νὰ φέρεις
χρόνια καλότυχα στὸ νιὸ τῆς ἀρεσκειᾶς σου.
Λαμπρὸ φεγγάρι νὰ τὸ πῶ τὸ πρόσωπό σου,
δὲ κατεβαίνει τέτοιο φῶς ἀπ᾿ τὸ φεγγάρι.
Νὰ σοῦ τὸ πῶ βασιλικὸ τὸ στάσιμό σου,
δὲ στάθηκε βασίλισσα μὲ τόση χάρη.
Ἡ ὄψη σου μιὰ ἀγγελικὴ χαρὰ σκορπάει,
ποὺ γίνετ᾿ ἄγγελος κι αὐτὸς ποὺ σὲ θωράει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου