Πέσαν οι τοίχοι της κάμαράς μου κι έμεινα στον κήπο
δίνοντας το εσωτερικό στο χώρο σαν άνθος που ανοίγει·
το φως χιμούσε μπαλσαμωμένο τόσους αιώνες
του φεγγαριού· με την ορμήν ατίναχτη τόσα χρόνια
και το πριν λίγο πλημμύρισε σκοτεινόν εσωτερικό.
Μα, στάθηκε σε μια γωνιά, που πια γωνιά δεν ήταν
εκεί που μην καταλαβαίνοντας ακόμα
έμενα, τη σιωπή τάζοντας γι' άμυνα στην αλλαγή.
Έμενα μες στις τεθλασμένες και τα τόξα και στη βροχήν αυτή
μες στα σχήματα και τον αέρα που άλλαζε
μισός της σκιάς κι ολοένα περισσότερο καταχτημένος από φως
ακούοντας λιγότερο και μαντεύοντας περισσότερον
άρρυθμη την καρδιά μου.
Μάντεψα τότε για πρώτη φορά το ρυθμό να μου λείπει,
το ρυθμό που μετρούσε πάντα την καρδιά μου δεσποτικά
και πρώτη φορά ένιωσα δίχως νόημα τη μουσική του Μπαχ·
συντρίμμια μόνο κλαίγαν τη λύτρωση μέσα μου.
Αστραφτερό της τέχνης τ'αντικείμενο
ύστερα από τη φωτιά που το'χε πλάσει
ανάλλαχτα γαλήνιο στης αιωνιότητάς μας τη νίκη.
Πηγή: Ανθολογία Περάνθη
Αναδημοσίευση από:
https://ennepe-moussa.gr/%CF%81%CE%AF%CE%B6%CE%B1/%CF%80%CE%AD%CF%83%CE%B1%CE%BD-%CE%BF%CE%B9-%CF%84%CE%BF%CE%AF%CF%87%CE%BF%CE%B9-%CE%B4-%CE%B9-%CE%B1%CE%BD%CF%84%CF%89%CE%BD%CE%AF%CE%BF%CF%85
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου