Κέρνα, κέρνα, λυγερή,
τὰ ποτήρια γέμιζε,
γέμιζε ν᾿ ἀδειάζουνε
ὣς τὰ ξημερώματα,
ὣς νὰ πάρ᾽ ἡ χαραυγή.
Κέρνα, κέρνα, λυγερή,
λῦσε τὰ μαλλάκια σου
ν᾽ ἁπλωθοῦν στὴν πλάτη σου
μαῦρα κι᾿ ἀνυπόταχτα,
ζωντανά, μεταξωτά.
Κι᾿ ἂν γδυθῇς ὁλόγυμνη
τὰ μαλλιά σου τὰ πυκνὰ
θὲ νὰ σοῦ σκεπάσουνε
γύρω γύρω τὸ κορμί
ὡσὰν μαῦρο φόρεμα.
Δὲν τὸ θέλω τὸ κρασί,
τὸ κρασὶ δὲν μὲ μεθᾷ,
φέρε τὰ ροδόπλαστα
τὰ γλυκὰ χειλάκια σου
ὅπου ξέρουν νὰ μεθοῦν.
Ωσὰν χείλη ποτηριοῦ
ἀπ᾿ τὰ χείλη σου
θὰ πιῶ τῆς ἀγάπης τὸ κρασί
μὲ φιλιά θεότρελλα
ποὔχουν φλόγα καὶ δροσιά.
Στὴν ὑγειά σου, λυγερή,
τὸ φιλὶ τ᾽ ἀτέλειωτο!
κέρνα νὰ μεθύσωμε
ὣς τὰ ξημερώματα,
ὣς νὰ πάρ᾽ ἡ χαραυγή.
(Χειμωνανθοί, 1888)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου