Διάγνωση
Απέναντι θα είναι πάντα η Ελευσίνα
Απέναντι θα είναι πάντα η Ιεριχώ.
Απέναντι θα είναι πάντα το κορμί σου.
Και θα είναι χαράματα
Και θα είναι νοσοκομείο
Και θα σε λένε ερείπιο
Με κλωνάρια βαθιάς τριανταφυλλιάς.
Είναι άνοιξη.
Δεν ξέρω γιατί, αλλά στην αρρώστια
-ιδίως στη θανατηφόρα-
Είναι πάντοτε άνοιξη.
Βαρύ ύδωρ
Τα ξέρω καλά τα βαριά μηχανήματα
Όπου αποστάζεται το αίμα.
Σταγόνα –σταγόνα γνωρίζω τη διύλιση του τρόμου
Που αποστάζει το φονικό και πλημμυρίζει το σπίτι μας
Με το βαρύ ύδωρ της καθημερινής σφαγής.
Ποτέ δεν καταφέραμε να γλιτώσουμε.
Χτες ακόμα η μητέρα – χρόνια τώρα πεθαμένη –
Ξύπνησε ξαφνικά ζητώντας μας νερό.
«Ονειρεύτηκα πως διψούσα» μας είπε.
«Τι ζωντανό όνειρο! Δίψασα στ΄αλήθεια,
Λίγο νερό, σας παρακαλώ».
Κι εμείς δεν είχαμε παρά μονάχα το βαρύ νερό
Που έσταζε από το αίμα΄
Το πεντακάθαρο νερό της διυλίσεως.
Ακατάσχετη αιμορραγία
Στερείται αίματος το επιχείρημα
Μονάχα το νερό υπάρχει πια εντός του επιχειρήματος
Μεταλλικό νερό, όλο από λόγχες καμωμένο.
Στα εύκολα ποιήματα αυτό λέγεται θεόθεν αλητεία
Στα εύκολα σώματα αυτό λέγεται ακατάσχετη αιμορραγία.
Και στις δύο περιπτώσεις
Όσο κι αν το επιχειρήσουμε
Δεν απομένει τίποτα για σένα και για μένα.
Χάσμα του παρασυμπαθητικού αδένος
Το σώμα μου ολόκληρο είναι μέσα στο νερό· κοιμάται.
Με το κεφάλι μου είναι το πρόβλημα, που επιμένει
να επιπλέει.
Το κεφάλι μου ολοένα ξυπνάει και βγαίνει έξω
από το νερό
Στο όνειρο της άνωσης
Κι εγώ πρέπει ολοένα να το βυθίζω.
Χρόνια ολόκληρα στο ίδιο όνειρο βυθίζω το κεφάλι μου
Κι εκείνο ανεβαίνει πάντοτε στην επιφάνεια·
Το κεφάλι μου, λοιπόν, είναι ένας εφιάλτης
Που κοιμάται τον εαυτό του και τον ονειρεύεται
Κι απέξω μια θάλασσα που έγινε για να φεύγεις
Μια βαρβιτουρική παλίρροια
Γεμάτη αγάλματα που αποχαιρετούν
Και βυθίζονται.
Πρώτα τα πόδια τους.
Ύστερα το σώμα τους μέχρι τη μέση.
Ύστερα μέχρι το λαιμό.
Ύστερα ολόκληρα.
Και ύστερακοιμούνται.
Άφωνος στηθολαλιά
Γιατί σε σώζει ο ποιητής;
Γιατί είναι ποιητής
Αν τον μυρίσεις, μυρίζει μαύρο.
Γιατί σε σώζει ο γιατρός;
Γιατί είναι γιατρός
Αν τον μυρίσεις , μυρίζει μαύρο του λευκού.
Όμως ο γιατρός
Αν δεν κρατάει το νυστέρι σαν μολύβι, σε σκοτώνει.
Αργά ή γρήγορα έρχεται η στιγμή:
Σε σκοτώνει κι αναβλύζει η άφωνος στηθολαλιά
Ως θρήνος της εμπιστοσύνης προς την απέραντη ζωή:
Μια από μέσα σιωπή. –
Το ίδιο συμβαίνει και με τον ποιητή.
Αν δεν κρατάει το μολύβι σαν νυστέρι, σε σκοτώνει.
Σε σκοτώνει βαθιά, πιο βαθιά κι απ΄τον Θεό.
Ύστερα σε παίρνουν από την πίσω πόρτα
Και σε θάβουν πολύ μακριά
Γιατί ο Θεός δεν θέλει να ξέρει.
Κάταγμα κοπώσεως
Στο μετατάρσιο της προσευχής πέφτει το βάρος
Όταν τα γεγονότα είναι σκληρά·
Ύστερα όμως σπάζουνε τα γόνατα της προσευχής
Γιατί τα γεγονότα είναι πάντοτε σκληρά.
Αλλιώς δεν βγαίνει νόημα από τις Καρυάτιδες
Και ούτε που θα γινόταν το σπίτι μας Ερέχθειο –
Κατεβαίνει η μητέρα μου και κλαίει.
Δεν λέει τίποτα.
Μαζεύει τα σπασμένα αγάλματα και αποσύρεται
Έχει πεθάνει κι ακόμα κλαίει.
Ακόμα μαζεύει τα λυγισμένα γόνατα της προσευχής.
Σκλήρυνση κατά πλάκας
Θα μείνουμε στο σώμα μας.
Δεν γίνεται πια να ηττηθούμε.
Κάποτε θα μπορούσαμε να ηττηθούμε.
Όχι πια.
Τώρα δεν γίνεται.
Τώρα η ήττα είναι ανέφικτη.
Ενδοφλέβια στάχτη
Και τίποτα δεν θα΄ναι πια
Σαν τα κομμένα δέντρα μες στα μάτια σου
Σαν το σπασμένο αλκοόλ
Που στοίχειωσε τα μάτια σου·
Θραύσματα τα μάτια σου
Μιας αιχμηρής αθωότητας:
Έσκισε τα χαρτιά
Μες στα κενά μπουκάλια
Στέρεψε τις θάλασσες
Κι έκανε στάχτη τις ακρογιαλιές·
Κανένα μήνυμα.
Ποτέ πια.
Βλέπεις;
Κάπου υπάρχει πάντοτε το πουθενά.
Αναδημοσίευση από:https://frear.gr/?p=25041
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου