Κυριακή 21 Ιανουαρίου 2024

Γιάννης Κοντός - «Φωτοτυπίες»

 5.

 
Νοσοκομείο των ξανθών αγγέλων. Ο αγαπημένος μου 
ποιητής χτυπημένος από το αίμα στην 
καρδιά, κείτεται μόνο με το σλιπ πάνω στα νερά.
Στην άκρη του κρεβατιού, ο μικρός μου
αδελφός και εγώ κοιτάμε το καλοκαίρι. Μια κυρία
από τη Γαλλία μας μιλάει για σουρεαλισμό.
Εσύ κοιμάσαι μέσα στα χόρτα, πλάι σε 
μια λίμνη με πολλούς φαντάρους.
 
 
 
 
15.
Το τραγούδι ξετυλίγεται τριχιά για το λαιμό του κρεμασμένου. Και ο κρεμασμένος μπορεί την τελευταία στιγμή να γλυτώσει. Εσύ όμως που λες το τραγούδι είναι βέβαιο ότι θα πεθάνεις, με ένα τσιγάρο στο στόμα -χωρίς να ξέρεις ότι είναι το τελευταίο σου- μιλώντας ακατάπαυστα για καθημερινές βλακείες, για πολιτική οικονομία, για δημόσια οικονομική. Θα πέσεις άπνους με το τσιγάρο αναμμένο, το κασκόλ στον αέρα και το αλκοόλ χυμένο στο παντελόνι. Η φωνή σου δεν θα απειλεί κανέναν πιά και η τελευταία σου λέξη θα 'ναι μια πέτρα μπηγμένη στο χώμα.
 
 
 
40.
 
Δεν με χωράει το σώμα μου. Θέλω να επεκταθώ,
να φύγω. Ανοίγω τη βρύση. Τρέχει το νερό.
Τρέχει η νύχτα. Σκύβω να πιω, να ξεχάσω.
Κτυπάω πάνω στο πεθαμένο μου πρόσωπο.
Ανάβει μια φωνή. Φωνή της σιωπής. Η ροή
της μνήμης με τινάζει πίσω στο κορμί σου. Τώρα
που γράφω το φεγγάρι χάνεται στα σκέλια
σου και το χορτάρι ψηλώνει άγριο, κόκκινο, σαν 
φωτιά. Όλα τ’ άλλα τυλιγμένα σε υαλοβάμβακα.
Μόνο τα μαλλιά σου τρίζουν και μεγαλώνουν,
αγνοώντας τα πολιτικά συστήματα και 
την τριγωνομετρία.  

8. Τα έπιπλα ακίνητα περιμένουν τη σκόνη, περιμένουν το τυχαίο άγγιγμα. Πολλές φορές γνωρίζουν τις κινήσεις, ακόμα και τις διαθέσεις σου. Αναπνέουν αθόρυβα όπως τα φύλλα. Στο σκοτάδι μετακινούνται σε άλλους παράλληλους. Συνήθως είναι κατοικίδια ζώα. Σπάνια τρελαίνονται και πέφτουν από τα παράθυρα.

25. Αρτεσιανά νερά τα σκοτάδια που πίνω και βγαίνουν οι λέξεις μικρά τυφλά σκυλιά. Ανυπεράσπιστα ζεστά κουτάβια, άσπρα και μαύρα. Όσα γλυτώσουν το πέταγμα στο οικόπεδο, μεγαλώνουν σε λίγες ώρες, γίνονται κάτι λυκόσκυλα μέχρι εκεί πάνω. Πεινασμένα και διψασμένα δεν γνωρίζουν κανένα. Έτσι λοιπόν περιμένουμε να περάσει το καλοκαίρι και να 'ρθει ο Οκτώβριος. Αν μπορέσω να κρατήσω ζωντανές μέχρι τότε τις λέξεις «ναυαγοσώστης», «τα δυό μου μάτια» και «χλωρά τα μαλλιά σου», σώθηκα. Και δεν θα γυρνάω στις ερημιές μ' αυτό το σκυλολόι παραμιλώντας.


45. Προγραμματισμένες όλες οι κινήσεις. Το χάδι, το μαχαίρι, ο στραγγαλισμός, το παγωμένο βλέμμα. Κυρίως όμως οι λεγόμενες πολιτικές και πνευματικές ελευθερίες. Οργανωμένες όπως εκείνα τα ηλίθια τοπία στην εξοχή, με τα μικρά άσπρα σπιτάκια, τον ανεμόμυλο, τη θάλασσα, τον ήλιο να δύει και τον αγρότη με το γάιδαρο φορτωμένο οπώρας. Οπώρας λοιπόν, αλλά οι λύκοι ξεθάρρεψαν και κατεβαίνουν καλοκαιριάτικα μέσα στα σπίτια. Το δωμάτιο γεμάτο λύκους. Είναι γύρω στους σαράντα πέντε -αν μετράω καλά-. Βρωμάνε, γρυλίζουν. Τώρα λένε ανέκδοτα και γελάνε. Τραβάω ενός τη μάσκα και είναι πιο λύκος από μέσα. Και δεν θέλουν οπώρας, αλλά κρέας.

Πηγή: Πηγή: Φωτοτυπίες, Αθήνα: Κέδρος, 1987.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου