Σπίτια τελειώνουν καὶ σπίτια θεμελιώνονται,
σχήματα ὅσων βρέθηκαν στὸν κόσμο,
κάμαρες μοιρασμένες γιὰ τὰ σώματα,
ραδιόφωνα ὅπου ἔμαθαν τὸν θάνατο τοῦ βασιλέως Παύλου,
λογαριασμοὺς γιὰ τ’ ἄλευρα καὶ τὴν ταγὴ τῶν ζώων,
ροῦχα φθαρμένα, φορεμένα στὴ δουλειά,
καὶ ροῦχα κυριακάτικα, τῆς βόλτας.
Σὲ τοῦτο τὸ ἀνάκλιντρο ἔπλεκε ἡ γιαγιά –πιὰ δὲν ὑπάρχει·
φτιαξιὰ λιγνή, κιμπάρικη, ποὺ ἐπίταξε τὰ παιδικά μου χρόνια·
τερλίκια ἔπλεκε καὶ μὲ τὸ τσιγκελάκι
μοτίφια ἀνατολίτικα ὅλο περικοκλάδες·
μὲ τὰ μισὰ ἑλληνικά, «πλάσε» καὶ «μπέντο μέσα»
(πάει νὰ πεῖ «μπρός, πλάγιασε», «μπὲς μέσα στὸ κρεβάτι»),
καθὼς ἀπόσβηνε τὸ τελευταῖο ξύλο στὴ μασίνα
καὶ σκλήριζαν στὴ συστολὴ τοῦ μαντεμιοῦ τὰ τζάκια,
σὰν πανηγύρι ἀπόκοσμο παίρναν μορφὲς οἱ ἦχοι·
ζάρωνα ἐκεῖ, μαρμάρινος, μὴν καὶ μ' ἀνακαλύψουν.
Τίποτε δὲν συντρόφεψε τὸ ἀνήσυχό της τέλος·
«μὴ μὲ ἀφήνεις μόνη μου πουλάκι μου, μὴ φεύγεις»·
ἔφυγα ὅμως κι ἔμεινε μονάχη της στὰ μαῦρα,
μὲ λυγισμένα γόνατα –ἀδύνατο νὰ ἰσιώσουν–,
κρατώντας ἕνα κόκκινο σκουπόξυλο, μὴν πέσει.
Σ’ ἕνα σακούλι πλάι της ἀκούμπησαν
τοῦ γέρου της τὰ κόκαλα –δὲν τὰ εἶδα.
Νὰ βλέπονται ἄραγε οἱ νεκροί; Ξέρω μονάχα
πὼς τὰ μεγάλα νύχια τους χτενίζουν τὰ μαλλιά τους.
Ἀπὸ τὸ "Σώματος Λόγος" (Σύγχρονοι Ὁρίζοντες, 2004)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου