Κοιτάζω το Τέρας που γλείφετα
Για να μπερδευτεί όσο μπορεί με ό,τι είναι γύρω του
Τα μάτια του χρώμα φουρτούνας
Ξάφνου είναι βαλτονέρια που σκεπάζονται με βρώμικα
ρούχα με σκουπίδια.
Βαλτονέρια που πάντα σταματάνε τον άνθρωπο
Βαλτονέρια με μια μικρή πλατεία Όπερας μες την κοιλιά
τους
Ο φωσφορισμός είναι το κλειδί για τα μάτια του Κτήνους
Που γλείφεται
Κι η γλώσσα του
Τοξεμένη ποιος ξέρει από πριν πού
Είναι ένα σταυροδρόμι από καμίνια
Από κάτω ατενίζω τον ουρανίσκο του
Σαν από λάμπες μέσα σε σάκους
Και κάτω απ’ το θόλο σε γαλάζιο βασιλικό χρώμα
Τόξα χρυσαφιά ξεφτισμένα προοπτικά το ‘να μέσα στ’ άλλο
Ενώ τρέχει η πνοή της γενίκευσης στο άπειρο εκείνου του πανά-
θλιου γυμνόστηθου παλιάτσου σαν κι αυτούς που βγαίνουν
στις πλατείες καταπίνοντας δαυλιά αναμμένα με πετρέλαιο
κάτω από μια ψιλή βροχή πεντάρες.
Τα σπυριά του Κτήνους λάμπουν εκατόμβες παλικαριών για να
χορτάσει ο Αριθμός
Με τα πλευρά να τα φυλάνε αστραφτερά λέπια στρατοί
Φουσκωτοί κι ο καθένας τους περιστρέφεται μια χαρά πάνω στη
στρόφιγγά του
Μ’ όλη τους την αλληλεξάρτηση σαν τα κοκόρια που βρίζονται
την αυγή από κοπρώνα σε κοπρώνα
Αγγίζουμε τη ρωγμή της συνείδησης κι όμως μερικοί συνεχίζουν
να λένε πως η μέρα θ’ ανατείλει
Η πόρτα ήθελα να πω το Τέρας γλείφεται κάτω απ’ τη
φτερούγα
Και βλέπεις τάχα από γέλιο να χτυπιούνται από σπασμούς κλέ-
φτες βαθιά σε μια ταβέρνα
Ο αντικατοπτρισμός που μ’ αυτόν είχαν φτιάξει την καλοσύνη
διαλογίζεται
Είναι ένα κοίτασμα υδραργύρου
Θα μπορούσες να το γλύψεις μονομιάς
Νόμισα πως το Κτήνος στρεφόταν σε μένα είδα ξανά τη βρωμιά
της αστραπής
Πόσο είναι άσπρο στις μεμβράνες του μες στην σβελτάδα των δα-
σών από σημύδες όπου στήνεται η ενέδρα
Μες στα ξάρτια των καραβιών του που στην πλώρα τους βουτά μια
γυναίκα με την κούραση του έρωτα να τη στολίζει πράσινη
μάσκα
Μάταιος συναγερμός το Κτήνος κρατά τα νύχια του διεγερτική
στεφάνη γύρω από τα στήθη
Προσπαθώ να μην παραπατώ φανερά όταν κουνά την ουρά του
Που είναι σημαδεμένη άμαξα και καμτσικιά
Μες στην πνιγερή οσμή της κικινδέλης
Απ’ το φορείο το βρωμισμένο με μαύρο αίμα και με χρυσάφι προς
το φεγγάρι
Ακονίζει ένα του κέρατο στο ενθουσιασμένο δέντρο των αιτιάσεων
κουλουριάζεται με φοβερή νωχέλια κολακευμένο
Το Κτήνος γλύφει το όργανό του δεν είπα τίποτα
Τα μάτια του χρώμα φουρτούνας
Ξάφνου είναι βαλτονέρια που σκεπάζονται με βρώμικα
ρούχα με σκουπίδια.
Βαλτονέρια που πάντα σταματάνε τον άνθρωπο
Βαλτονέρια με μια μικρή πλατεία Όπερας μες την κοιλιά
τους
Ο φωσφορισμός είναι το κλειδί για τα μάτια του Κτήνους
Που γλείφεται
Κι η γλώσσα του
Τοξεμένη ποιος ξέρει από πριν πού
Είναι ένα σταυροδρόμι από καμίνια
Από κάτω ατενίζω τον ουρανίσκο του
Σαν από λάμπες μέσα σε σάκους
Και κάτω απ’ το θόλο σε γαλάζιο βασιλικό χρώμα
Τόξα χρυσαφιά ξεφτισμένα προοπτικά το ‘να μέσα στ’ άλλο
Ενώ τρέχει η πνοή της γενίκευσης στο άπειρο εκείνου του πανά-
θλιου γυμνόστηθου παλιάτσου σαν κι αυτούς που βγαίνουν
στις πλατείες καταπίνοντας δαυλιά αναμμένα με πετρέλαιο
κάτω από μια ψιλή βροχή πεντάρες.
Τα σπυριά του Κτήνους λάμπουν εκατόμβες παλικαριών για να
χορτάσει ο Αριθμός
Με τα πλευρά να τα φυλάνε αστραφτερά λέπια στρατοί
Φουσκωτοί κι ο καθένας τους περιστρέφεται μια χαρά πάνω στη
στρόφιγγά του
Μ’ όλη τους την αλληλεξάρτηση σαν τα κοκόρια που βρίζονται
την αυγή από κοπρώνα σε κοπρώνα
Αγγίζουμε τη ρωγμή της συνείδησης κι όμως μερικοί συνεχίζουν
να λένε πως η μέρα θ’ ανατείλει
Η πόρτα ήθελα να πω το Τέρας γλείφεται κάτω απ’ τη
φτερούγα
Και βλέπεις τάχα από γέλιο να χτυπιούνται από σπασμούς κλέ-
φτες βαθιά σε μια ταβέρνα
Ο αντικατοπτρισμός που μ’ αυτόν είχαν φτιάξει την καλοσύνη
διαλογίζεται
Είναι ένα κοίτασμα υδραργύρου
Θα μπορούσες να το γλύψεις μονομιάς
Νόμισα πως το Κτήνος στρεφόταν σε μένα είδα ξανά τη βρωμιά
της αστραπής
Πόσο είναι άσπρο στις μεμβράνες του μες στην σβελτάδα των δα-
σών από σημύδες όπου στήνεται η ενέδρα
Μες στα ξάρτια των καραβιών του που στην πλώρα τους βουτά μια
γυναίκα με την κούραση του έρωτα να τη στολίζει πράσινη
μάσκα
Μάταιος συναγερμός το Κτήνος κρατά τα νύχια του διεγερτική
στεφάνη γύρω από τα στήθη
Προσπαθώ να μην παραπατώ φανερά όταν κουνά την ουρά του
Που είναι σημαδεμένη άμαξα και καμτσικιά
Μες στην πνιγερή οσμή της κικινδέλης
Απ’ το φορείο το βρωμισμένο με μαύρο αίμα και με χρυσάφι προς
το φεγγάρι
Ακονίζει ένα του κέρατο στο ενθουσιασμένο δέντρο των αιτιάσεων
κουλουριάζεται με φοβερή νωχέλια κολακευμένο
Το Κτήνος γλύφει το όργανό του δεν είπα τίποτα
μετφρ. Γιώργος Σπανός, εκδ. Πλέθρον,1983
Πηγή: http://www.poiein.gr/2022/02/25/andre-breton-%CF%80%CF%8C%CE%BB%CE%B5%CE%BC%CE%BF%CF%82-%CE%BC%CE%B5%CF%84%CF%86%CF%81-%CE%B3%CE%B9%CF%8E%CF%81%CE%B3%CE%BF%CF%82-%CF%83%CF%80%CE%B1%CE%BD%CF%8C%CF%82-%CE%B5%CE%BA/?fbclid=IwAR1DozHvqHVl5YWU-UaUJIS1Uj2hh3Tc8_28-oti-ZIMbJlLtRuukl19UKk
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου