Το κρυφτό
-Όλο τρέχω πίσω από κηδείες αγνώστων-
Ανοίγω τα συρτάρια μου και βρίσκω ουρανό.
Ψάχνω για τις κάλτσες μου και βρίσκω
παλιές φωτογραφίες.
Χώμα σκεπάζει τους λάκκους. Είναι συνέχεια
χειμώνας. Υπάρχει σκηνοθεσία βροχής.
Βαμμένος γκρίζος ο χάρτινος ορίζοντας.
Με μαχαίρια σκίζουν το χαρτί – έτσι είναι οι αστραπές –
αλλά δεν βρέχει. Μετά γίνομαι παιδάκι.
Είμαι κρυμμένος μέσα στη ντουλάπα – από τότε
με έχει φάει το σκοτάδι –
Δωρεάν Σκοτάδι, 1989
Κοντά στα ύδατα
Ήταν μέρα συνηθισμένη, μαλακιά,
ο καιρός το πήγαινε στη μουσική.
Η σκέψη μου είχε βγει από τη θήκη της
και σε πλησίαζε, ή καθόμαστε πολύ κοντά
και δεν δικαιολογείται αυτή η νοσταλγία.
Τα ποτάμια και οι λίμνες είναι μακριά.
Είμαστε στο λουτρό με αναμμένο θερμοσίφωνο.
Το κόκκινο φως είναι το μάτι του Θεού.
Καπνισμένος από το όνειρο
και επειδή με λένε Ιωάννη,
προσπαθώ να σε βαπτίσω.
Όλο γλιστράς, θέλεις να μείνεις
άπιστη ξανθιά.
Αφαιρούμαι, γίνομαι ένα πλην,
σε ξεχνάω. Αντικατοπτρίζω
τον ερημίτη που ακούει
την ακρίδα να του τραγουδάει
το εωθινό.
Δωρεάν Σκοτάδι,1989
Ο καιρός σήμερα
Ένας άνθρωπος μαζεύει σύννεφα
για την Τρίτη. Δυο άλλοι μιλάνε
σοβαρά περί ανέμων και υδάτων.
Ο χρόνος σήμερα είναι λευκός
και ζαχαρώδης, κολλάει στα ούλα,
σαπίζει τα δόντια. Στο αυτί σου
τα τελευταία τρυφερά λόγια.
Πανσέληνος απόψε και διακρίνονται
όλοι οι δολοφόνοι, με μια λιμνούλα
αμαρτίας δίπλα τους να λάμπει.
Πελιδνοί ξεκινούν και το αθώο χορτάρι
που πατούν τους θολώνει το μάτι.
Βελάζουν, μεταμορφώνονται
σε μαύρα πρόβατα.
Ο καιρός δεν θα αλλάξει
Βρέχει πίσω από την πλάτη μου.
Ίσως έξω από το σπίτι.
Μη μου πείτε ότι αποφεύγω τη ζωή,
τους ανθρώπους γενικά, ότι ξύνω
τα γένια μου. Kοιτάζω τον τοίχο.
Σας βλέπω ανάγλυφα ή σε σκιές
να μου μιλάτε. Να φεύγετε.
Πλήθος περνάει σήμερα, αέρας φυσάει σήμερα
και κάνει κάτι κύκλους μεγάλους
και κόκκινους, με κέντρο εσένα.
Μάθημα ιχνογραφίας
Την Κυριακή ζωγράφιζε ο γέρος,
με ώχρες, με κεραμιδί, με μπλε.
Κοιτούσα πίσω από τον ώμο του
και τα έβλεπα όλα κόκκινα. Δεν βλέπεις
-μου λέει – με τα μάτια, μόνο με το δέρμα
βλέπεις. Φυσούσε ένας άνεμος άσπρος.
Τραβούσα κάτι γραμμές από ψηλά
μέχρι τα πόδια σου, σαν σκοινιά.
Λανθασμένες ταυτίσεις
Δύο κορίτσια με κοιτάνε
επίμονα και μου μιλούν
με πυκνά επίθετα.
Φοράνε άσπρα καπέλα
και από το στόμα τους
τρέχουν λουλούδια
όπως στον πίνακα του Μποτιτσέλι.
Τραβάω την καρέκλα
προς το μέρος τους
και ακούγεται ο θόρυβος
μέχρι την Αγγλία.
Γιατί ήτανε Αγγλίδες
με κόκκινα μαλλιά,
με φακίδες στην πλάτη
και ήτανε σαν πνιγμένες
στο νερό, ακίνητες, ωραίες.
Εκεί όμως που φώναζα
«εεε…τι γίνεται εκεί κάτω;»,
άπλωσαν τα μικρά τους χέρια
και με παρέσυραν στην υγρή ησυχία,
νομίζοντας πιθανώς ότι είμαι
ο Έντγκαρ Άλλαν Πόε.
Ήχοι- θόρυβοι- κινήσεις
Το τρένο διασχίζει το χαρτί διαγωνίως,
λες και είναι η Τσεχοσλοβακία. Κάποιος βγάζει
τις ράγες και όλα σβήνουν. Μένει η θερμότητα
στον αέρα και στα μάτια μας. Αυτά μας συνέβαιναν
όταν τραβούσαμε τα έπιπλα για να κάνουμε χώρο,
να γίνει χωράφι, να ερωτευτούμε, να κοιμηθούμε.
Και πώς γλιστρούσανε τα σώματά μας
και οι γλώσσες μας, ψάρια σε νερό λίγων εκατοστών.
Θα έπρεπε κανονικά ύστερα να βρέξει,
αλλά βγήκε ένας ήλιος όμορφος, σπάζοντας
το αυγό, και ο κρόκος ήτανε το ουράνιο σώμα
και επάλλετο. Πήραμε το πρωινό μας.
Μετά βγήκαμε στο μπαλκόνι και κοιτούσαμε
τους κατοίκους, που γυρίζανε διακόπτες,
ενώνανε καλώδια, λαδώνανε πόρτες,
μετακινούσανε σπίτια,
για να βλέπουμε καλύτερα τη θάλασσα.
Πηγή: https://frear.gr/?p=25795
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου