Ήθελα να σου πω το τραγούδι
του τυφλού ποιητή της Βαβυλώνας
γεμάτο παραμύθια, σαν την Παλιά Διαθήκη
πριν απ΄τους Εβδομήκοντα.
Για τα ελάφια που γυρεύανε
νερό στο βενζινάδικο
και το Χριστό που δούλευε μικρός
σε συνεργείο αυτοκινήτων.
Τότε ένα γράμμα
γεμάτο κατάγματα
ήρθε από πολύ μακριά
και μας παράγγειλε να κλείσουμε τις πόρτες.
.............................................................................
Ο Δούρειος ίππος τότε είπε
όχι, δε θα δεχτώ δημοσιογράφους,
κι είπαν γιατί, κι είπε
πως δεν ήξερε τίποτα για το φονικό.
Κι ύστερα, εκείνος
έτρωγε ελαφρά τα βράδια
και μικρός
είχε δουλέψει ένα φεγγάρι
αλογάκι σε λούνα πάρκ.
......................................................
Βουλιάζουμε ολοένα και πιο βαθιά
μέσα μας.
Αποκρυπτογραφούμε τους ήχους
της απόλυτης σιγαλιάς
και οι κραυγές των χρωμάτων
μας πληγώνουν.
Το φεγγάρι ορμάει από τις χαραμάδες
και λεηλατεί τις κάμαρες.
Τώρα και πάντα
ο ποιητής
στις σκαλωσιές και στα γιαπιά
στεριώνει με καρφιά και δόντια
την ελπίδα.
.....................................................................
Οι μεγάλοι
κουβαλούν πάντα μέσα τους
το παιδί που υπήρξαν
στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο
το κορίτσι που δεν πρόφτασαν να φιλήσουν
έναν αγιάτρευτο καημό λαχανίδας.
Το πρώτο χνούδι στο πανωχείλι τους
τους Βαρβάρους του Καβάφη
και μια παλιά φυματίωση.
Τις μέρες τους
καταχωρημένες σε δελτία τροφίμων.
Ένα καρφί στον τοίχο
μπορούσε να σημαδέψει μια εποχή
– τα καλοκαίρια ξυριζόντουσαν
με τον καθρέφτη κρεμασμένο στο παράθυρο.
Όνειρα συνοικιακά
σα μια μοτοσικλέτα
με καρότσα για πολυμελείς οικογένειες.
Εμείς
κουβαλάμε, απλούστατα, μέσα μας
τους μεγάλους.
...................................................................
Οι άνθρωποι πεθαίνουν
μονάχα στη μνήμη των λαών.
Κολακεύονται
στις εξάρσεις της μακροθυμίας
του όχλου.
Ζουν αχόρταγα
τα βουβά διαστήματα
ανάμεσα σε δυο λέξεις
ή δυο χειρονομίες
κι ύστερα σβήνουν
με μια βαθιά υπόκλιση
– ένδειξη υποταγής
ή περιφρόνησης-
σε μια δυναστεία
συγκεντρωτικών
ανελέητων στιγμών
που ήταν ωστόσο
μονάχα δικές τους
Η γέννηση
Βλάστησα σ΄ένα θερμοκήπιο
μπετόν αρμέ.
Μια φωνή αγελάδας
μου βοσκάει τα σωθικά.
Περιορίστηκα
σ΄αυτή τη φυσική κατάσταση.
Δε μίλησα.
Δεν προκάλεσα κανέναν.
Μονάχα που πάντα ευδοκίμησα
στα μέρη όπου τα λεξικά
αρνήθηκαν επίμονα την ύπαρξή μου.
Παρακμή
Η παρακμή
δεν έχει χρονικά περιθώρια.
Έρχεται σαν εξώδικη πρόσκληση
κι έτσι απλά
σου βγάζει τα έπιπλα στο δρόμο.
Γύρω σου τα παιδιά
περιεργάζονται
την πλάτη της καρέκλας σου
εκεί που σε μια παραφορά
της εφηβείας
είχες γράψει:
Ψέματα – Ψέματα – Ψέματα.
Τελικά
φορτώνεις μόνο το κρεβάτι
σε μια περαστική μοτοσυκλέτα
και μετακομίζεις
σε άγνωστη διεύθυνση.
Οι φθόγγοι
Χιλιάδες κεφάλια
μετέωρα.
Παίρνουν μια λέξη
και την κατασπαράζουν.
Παρακολουθείς
απερίγραπτες συσπάσεις
των φθόγγων
από στόμα σε στόμα.
Λένε όλοι τους
το ίδιο πράγμα
διαμελισμένο.
Πηγή: https://www.poetenladen.de/luftfracht/jenny-mastoraki.php
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου