Να μη λύνονται ούτε να τελειώνουν ποτέ οι κρυφές διηγήσεις, να γυρίζουν τα πρόσωπα καθαρμένα απ’ τη μνήμη, και το αίσθημα πάντα να κρατεί τα ιστία, όπως πλόες που ήταν να γίνουν, και ενάντια βουλή τους ματαίωσε, ή τα ιστία ανύπαρκτα, πιθανόν και τα σκάφη.
Και οι ήρωες τότε, ολάρμενοι, στα ψηλά των βουνών θ’ ανατέλλουν, απολώντας το έρμα σε κούφιους κρατήρες, αστροπλόοι, δεσμώτες βαριάς νηνεμίας, και ξανά αυτοδύτες που φέγγουν,
μελετώντας την πτώση, τ’ ακριβά της πετρώματα.
.......................................................................................................................................................
Ο τόπος έχει αλλάξει και δεν είναι πια,
δεν είναι πια πρωί,βορράς να φεύγουν,
όσοι μονάχα εμποδισμένοι και νυχτερινοί.
Δεν είναι πια βορράς να φεύγουν.
.....................................................................................................................................................................
~ Να μπορούσαν να ζήσουν τούτ’ οι στίχοι
κι εκείνους που σ’ εχάλασαν να κάψουν:
Μικρό μου,
ας πάψει πια εκείνο το τραγούδι,
κι άλλο μην πεις,και μη ρωτάς,
πού κλείδωσαν,
απ’ τα ψηλά της παραθύρια γκρέμιζε
τα λόγια αλλιώς,
μοίρα χρυσή και δίκαιη των αυτοκτόνων.
~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
Θα ‘ρθουνε χρόνοι κοπετών,μαγείας,
ξανά η άπιστη σε φονική αγκαλιά,
κι η βλάστηση,ξανά,
διαβρώνοντας τις χαμηλές ρωγμές
των τοίχων,τα φορέματα,
όπλα που επήραν τις ζωές ανδρείων,
κι απ’ τα ονόματα των άστρων
που έφεγγαν,
μήτε η λέξη εωσφόρος,μήτε αλί —
Και θα σωπαίνεις πιο καλά,για να μ’ ακούς,
φωνή αγνώστου μέσα στο σκοτάδι,
το αχ του τιμωρού
που ρίχνει τ’ άρματα,
το πείσμα του αγγελιοφόρου,
που αναπλέοντας με κίνδυνο
σε κοίλους χώρους,το στόμα του
εσφράγισε και περιμένει.
~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
Πάντοτε νύχτα ταξιδεύουν
τα μεγάλα χαίρε,τα έχε γεια,
καλότυχοι οι νεκροί που ξαγρυπνάνε,
τις κορυφές,τ’ ακροκεραύνια περιπλέοντας,
τις λόχμες μιας απύθμενης υπνολαλίας.
Σαν να πεθύμησαν τη δροσερή φυγή,
το αλγεινό των αρωμάτων
σε κλεισμένους χώρους,
τον ταπεινό αιγιαλό,
τη φοβερή φωλιά του ύπνου φεύγοντας,
το λίγο των ονείρων.
~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
Έγιναν κρίματα και βάρυναν πολύ,
κι ό,τι πονά,για πάντα εδώ,
για πάντα μένει,κακό φιλί,
για πάντα το κακό σημάδι του,
παραφροσύνη δίχως γυρισμό,
φοβέρα σκιάζει,
μια ιερή σαρκοφαγία πού εξαντλεί.
Κι ό,τι πονά,κι αν λησμονιέται την αυγή,
μια νύχτα άλλη,σαν ερπετό,
μεγάλη σαύρα που βουτά,
θα ‘ρθει,μετά την αγωνία στα στενά,
σώμα καμένο και χλωρό κεφάλι,
θα ‘ρθει,κατάχλωρος απ’ τη φωτιά,
κι ό,τι εξαντλεί,
σαΐτα,βόλι και κακό φιλί,
ο μάγος έρωτας,ο τρόμος έρωτας
το φέρνει πάλι.
~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
Καλύτερα απ' τα λίγα κι από τα στενά, όπου συνδυό και δε μιλούν, συντρείς ο φόβος, κι όπου τυφλός απ' το σκοτάδι ο λύκος μαίνεται,
εκεί, στο βάθος του αίματος, σαν τιμαλφή παλιώνουν τα εγκλήματα, εξευγενίζοντας τις όψεις των δραστών, το συσπασμένο πρόσωπο,την άγρια πείνα,
και νάνι, λιώνουν τα φριχτά μαλάματα, χρόνοι ευγνώμονες λειαίνουν, νάνι,ώσπου να' ρθει, ρόγχος να πάρει, χορηγός,
ο ύπνος,σιγανό πανί,
ο ύπνος, καβαλάρης με δρεπάνι.
~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
~ Να μη λύνονται ποτέ
οι κρυφές διηγήσεις,
να γυρίζουν τα πρόσωπα
καθαρμένα απ’ τη μνήμη
και το αίσθημα πάντα να κρατεί τα ιστία
Μ’ ένα στεφάνι φως, Κέδρος 1989
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου