Ι
Πουλί της έσωθεν μαρμαρυγής
όταν χιμάς να βγεις
απ’ το ανοιγμένο στέρνο μου
όταν επικαλούμαι τον θυμό των άστρων
κι αγγίζω μόνον τα φτερά του ρίγους σου
την ώρα πού έρχεσαι να με συναντήσεις
να με βυθίσεις στην αφή των ρόδων
να φυτέψεις μέσα μου
ένα δάσος μ’ ανθισμένες φλαμουριές
για να ενοικούνε κάθε βράδυ
τα ατίθασά μου οράματα
αυτά που ετάχθησαν να μετρηθούνε με τον τάφο
τότε το ξέρω πια
είσαι η λυμένη κόμη
της πιο απλησίαστης άνοιξης
που κατηφορίζει στην σιωπή της.
ΙΙ
Τις νύχτες που ορθώνεται το στήθος
χαϊδεύοντας τον εύθραυστο βλαστό του ονείρου
σιμά στ’ αυτί ακούω την ανάσα σου.
Σαν ανατείλει ανελέητη η ερημιά
κι η φλεγόμενη παρειά της πόλεως φανεί
τότε που σε άνθη μονάζω
και κρέμομαι σε κάθε αγχόνη μπουμπουκιού
μοιράζοντας αντίδωρο το σώμα μου
αυτές τις νύχτες είναι
που σ’ ακούω με βήμα βάδην
να `ρχεσαι σ’ απόσταση βολής
άγρυπνο παραθύρι της αβύσσου
ορθάνοιχτο σε μια γωνιά του νου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου