Παρασκευή 19 Απριλίου 2024

Βαγγέλης Κάσσος - Ποιήματα

 ΤΟ ΘΕΣΣΑΛΙΚΟ ΦΕΓΓΑΡΙ

 

το θεσσαλικό φεγγάρι ήταν ένα μεγάλο φεγγάρι

σαν ένα μπακιρένιο ταψί

το κατέβαζαν τα κορίτσι τις νύχτες

και ζύμωναν χιλιάδες όνειρα ως το πρωί

ήταν ένα φεγγάρι παλιό

γεμάτο συννεφοχτυπήματα

το φορτώθηκε μια φορά ο παππούς μου στον ώμο

και πήγε να γανώσει

στο δρόμο τον έπιασαν κάτι αλήτες

και τον σκότωσαν στο ξύλο

το φεγγάρι το θάψανε βαθιά στη γη

 

αυτό που βλέπουν τα βράδια

οι έρμοι οι θεσσαλοί

δεν είναι φεγγάρι

μια κατάρα είναι

που σιγοκαίει τον ουρανό

(ΜΙΚΡΕΣ ΔΟΡΚΑΔΕΣ, 1979)

 

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ

 

ο πατέρας μου ήταν ριψοκίνδυνος άνθρωπος

αγαπούσε τους αριθμούς

αγαπούσε τη γη

του άρεσε να ξαπλώνει κατάχαμα

και να μετρά τους σφυγμούς της

ώρες ατέλειωτες χανόταν στη σιωπή

τον έπαιρνε η νηνεμία του κάμπου

και τον άφηνε στάχυ απόπληκτο

ένα δαυλό

τον έπαιρνε η θύελλα των αριθμών

και τον έκανε σβωλαράκι γης

ένα μηδέν

 

επέστρεφε στρυφνός

απόκοσμος

σαν εξόριστος άγιος

(Η ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΗΔΥΠΑΘΕΙΑ ΕΝΟΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΗ, 1981)

 

ΑΝ ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΟΣΟ ΠΙΚΡΑ

 

αν τα λόγια μου είναι τόσο πικρά

γι’ αυτό φταίει η θεσσαλική μαυρόη

που δε μ’ έκανε παπαρούνα

ν’ ανθίσω για μιαν άνοιξη μόνο

ανάμεσα στα στάχυα

να μη μάθω ποτέ

τι θα πει ξηρασία

και τι παγωνιά

 

αν τα λόγια μου είναι τόσο πικρά

γι’ αυτό φταίει ο προπάππος μου ο κολίγος

που δε σηκώθηκε ένα βράδυ σαν άντρας

να βάλει φωτιά στη σοδειά

να τον κρεμάσει το άλλο πρωί ο τσιφλικάς

να μην είμαι τώρα εγώ

να έχω αντίς για ψυχή

αυτή τη στυφή πεδιάδα

(ΣΤΑ ΡΙΖΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ, 1984)

 

ΑΚΤΙΝΟΓΡΑΦΙΑ ΘΩΡΑΚΟΣ

 

μην ανασαίνεις

κράτησε μέσα τον άνεμο

όπως κρατά η ζωή το μυστικό της

και βουτάει στο θάνατο

 

Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ

 

τι στενό πέρασμα

που είναι το κορμί

δισταγμός που δεν καταλήγει

τρυπώνει στο φόβο όπως

το απελπισμένο αγρίμι στη φωλιά του

όπως ο διωγμένος νεκρός

στον τάφο του

επιτέλους πέρασε ο κίνδυνος

η ζωή λέω πέρασε

και δε με πέτυχε

 

ΤΗ ΜΟΝΑΞΙΑ ΣΚΕΠΑΖΕΙ ΤΟ ΧΙΟΝΙ

 

ο έρωτας βυζαίνει την άνοιξη

απ’ το μικρό του στόμα

το γάλα χύνεται

σκορπάει στο χώμα

και ξαφνικά χειμωνιάζει

τη μοναξιά σκεπάζει το χιόνι

(Η ΠΕΙΡΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ, 1989)

 

Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

 

ήταν πρωί ηδονικό

αληθινή περίληψη ελληνιστικών χρόνων

σα γύρη λουλουδιών σκορπούσε γύρω

η κατάφαση καθώς ο Επίκουρος

με σιγουριά και τέχνη

θεμελίωσε τη δόξα του

για το θάνατο

πιο πειστικός κι απ’ το πρωί

που είχε διαλέξει για το μάθημά του

ο θάνατος ουδέν προς ημάς

ξανά και ξανά ετόνιζε με επιμονή

λες και ήταν να πείσει τον ίδιο

όχι τους μαθητές

λες και περίμενε από τον πιο φανατικό

να πεισματώσει και διακόπτοντας

τη δόξα του να πει

ότι

όλα η ηδονή τα ορίζει

κι αν δεν μπορεί να μας κρατήσει στη ζωή

μας κρατάει στο θάνατο για πάντα

 

ΕΡΥΣΙΧΘΩΝ

 

πού είναι το χώμα;

πού είναι το χάδι;

γεύση από πέτρα

μονάχα χύνεται

μες στην ψυχή

ω Δήμητρα

εγώ πεινώ για εαυτό

στάχυ σφοδρό σαν ξύπνημα

και συ με ρίχνεις

στο κορμί

ψίχουλο που περίσσεψε

από της γης το φτωχικό τραπέζι

ακούω σύγκορμος

τα γοερά μου αισθήματα

σε κυρίεψε η ζωή

σε θόλωσε ο θάνατος

πίσω από την ύπαρξη στέκεις

καθώς ο φοβισμένος

πίσω από του σπιτιού του το κατώφλι

άφησε με να βγω

απ’ αυτήν την άπορη γεύση

ρίξε πάνω μου αλύπητη πείνα

να καταπιώ σα χείμαρρος

την αυθαίρετη ζωή μου

(ΑΔΙΑΠΕΡΑΣΤΟ ΦΩΣ, 1998)


Πηγή:https://www.oanagnostis.gr/ta-proina-kelefsmata-ton-toxoton/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου