Από τα βράχι’ ανάμεσα πετιέται ’να κεφάλικαι βλέμματα ολόγυρα σκορπάει φοβισμένα.Εγώ, κρυμμένος κάπου κει στο έρημ’ ακρογιάλι,το βλέπω —σαν σε όνειρο— με μάτια λιγωμένα.
Ανατριχιάζ’ η θάλασσα στο θείο άγγισμά τους, Θεότρελος, ο δύστυχος, βουτιέμαι μες στο κύμα,τα μάτια της τα θεϊκά με φόβο με κοιτάζουνκαι χάνεται στη θάλασσα… Ήταν νεράιδα… Κρίμα! |
[ΕΦΗΒΙΚΟΙ ΣΤΙΧΟΙ, 1913‒1916]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου