Πέμπτη 18 Απριλίου 2024

Γιώργος Μπλάνας - Στασιωτικό πέμπτο


Τι κάνατε, τι κάνατε, χάρτινα πλάσματα·

διαβάσατε τον κόσμο ως τον γκρεμό του

κι έγινε ο κόσμος όλος ένας γκρεμός και ο γκρεμός 

κατοικημένος τρόμος: 

τα σπίτια μοχθηρά στοιχειά,

οι δρόμοι φίδια αχόρταγα κι ο ουρανός –ο ουρανός!–

ένα τεράστιο, αδέκαστο πουλί,

που γεννάει τον χειρότερο εαυτό του

στην ερημιά των αναγκών σας· λέγεται και πόλη:

ελεύθεροι να γκρεμιστείτε ελεύθερα,

σπαράσσοντας ένας τον άλλον, ποιος θα φτάσει

ταχύτερα στη συντριβή του· αλλιώς: η μολυσμένη

δημοκρατία των από λάθος ζωντανών.

Χάσκει αχαλίνωτη η κόλαση

στο βάθος της λαγνείας σας·

ζείτε από έρωτα για την καταστροφή

και η ζωή: μια μαδημένη σκύλα, ακολουθεί

τον θάνατο άστεγο· σκαλίζουν τα σκουπίδια

με την απάθεια του μάταιου, ξαπλώνουν

στους δρόμους με το θράσος του ήδη ανύπαρκτου,

ροχαλίζουν πειναλέα όνειρα μιας τετράποδης αφθονίας,

ακατάσχετες ανέσεις· νωθρές, σκοτεινές,

μουχλιασμένες πολυώροφες ανέσεις.

Το μελάνι έτρεξε από τις φλέβες σας,

βαλσάμωσε τις κυράδες που βασίλευαν στις αυλές τους

και τις αυλές που βασίλευαν στ’ απογεύματά

των ποιητών που σας χάρισαν κυράδες

κι αυλές κι απογεύματα,

για να κρύψετε τ’ αρρωστημένα σπλάχνα σας

και την καρδιά τη μαραμένη, τη φαγωμένη

από την υγρασία του χόλου ‐ κρυφά, κρυφά,

σαν φίδια πρωτόπλαστα, ύπουλα φίδια,

από λακέδες του παραδείσου,

επαναστάτες του δόλου, μηχανικοί της κόλασης.

Κι ο μέγας τύραννος, ο πολύχρωμος τύραννος,

με τα βρώμικα σπλάχνα εικόνες του μέλλοντος,

του πανδημικού μέλλοντος, που μολύνει το παρόν

κι αποσυνθέτει το παρελθόν.

Καμιά αρρώστια δεν εξαπλώθηκε ποτέ τόσο μεθοδικά

σ’ ολόκληρο τον κόσμο· δεν υπήρξε τόσο πιστά

ο δίκαιος σύντροφος του πολιτισμένου ανθρώπου.

Με λίγη σκέψη, μια πράξη

μεταμορφώνεται σε ομώνυμη τρέλα.

Χάρη στη διεργασία της γενίκευσης και της επέκτασης,

τίποτα δεν φαίνεται πιο ασήμαντο από τον ίδιο τον αέρα.

Απελπισμένοι και αναντίρρητα ερειπωμένοι

περιφέρεστε στους μεγάλους δρόμους,

βρομοκοπώντας απουσία, σαπίζοντας ανωνυμία,

πονώντας ανυπόφορη ευταξία.

Τι περιμένετε, θεονήστικες ψυχές

και όλοι οι παρ’ ελπίδα ζωντανοί;

Ύπουλοι είστε, σκοτεινοί από βρώμικο φως,

σκουλήκια: λάσπη, σκοτάδι εκ φωτός.

Σέρνετε την πανάρχαια πείνα σας:

μια σταλιά κατ’ ομοίωση φρίκη,

σέρνεστε να τελειώσετε ολόκληρο τον άνθρωπο,

να πνίξει ο άνθρωπος τον άνθρωπό του

στα καθαρά σεντόνια: σάβανα τα σεντόνια, ασύστατοι,

σάβανα πεντακάθαρα, σεντόνια σαρκοβόρα, 

επιπλωμένος θάνατος, ιδιόκτητο σκοτάδι

Εγώ τουλάχιστον δεν πρόκειται ν’ αφήσω

να με σαβανώσετε, πριν με σαβανώσετε.

Εγώ τουλάχιστον προτιμώ να πεθάνω

παρά να πεθάνω. Αυτό είναι το ζήτημα, ασύστατοι

Αυτό είναι το ζήτημα· εξ επαφής:

να πεθάνεις ή να πεθάνεις;

Πάψτε να περιφέρετε τις πληγές σας,

αναζητώντας τον πατέρα σας.

Έτσι κι αλλιώς, δεν πρόκειται να καταλάβετε ποτέ

πως τον έχετε στην πλάτη σας,

ώσπου μια νύχτα σκοτεινή,

με δίχως τ’ άστρα και το φεγγάρι,

ένας μισοκαμένος Τρώας θα σας χτυπήσει πισώπλατα,

θα βυθίσει στα λιπαρά επιχειρήματά σας

την αλήθεια σαν μαχαίρι: μια αίσθηση βαριά,

πυκνή σαν αίμα χυμένο στους ψωραλέους βουβώνες

κάποιου λασπωμένου προαστίου.

Μόνο του καιρού τον λάκκο δεν μπορείτε να σκάψετε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου