ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΝ ΜΕΣΗ ΑΓΟΡΑ
Βάδιζε ὡς ἔγγιστα
Ἕνα-τριάντα ἕνα-πενήντα πάνω ἀπ' τὸ ἔδαφος
Ἔπαιζε φῶς καὶ σκόνη μὲς στα μάτια του
Ἡ οθόνη πύκνωνε κι ἀραίωνε
Σὲ ἀξύπνητο ὕπνο ἐν πτήσει
Σὰν τὸ πουλὶ ποὺ τρέμει ἄν κάτσει σὲ κλαδὶ
Μὴν κρεμαστεῖ
Μὲ τὸ κεφάλι
Κἀτω.
ΠΟΖΑ
Ὁ ἔφηβος αὐτὸς
Μὲ ἀστραφτεροὺς βοστρύχους τράχηλο καὶ μἐτωπο
Γόνιμος ἀντιτάσσεται στὸ φλοῖσβο.
ΑΝΑΒΑΘΜΟΙ ΤΑ ΧΑΣΜΑΤΑ
Α'
Στὴν καταβόθρα τῶν γκρεμνῶν
Λειώνει
Καὶ χάνεται
Δὲν μετριἐται εἶν ' ἄπατη
Β'
Μικρή μου ἀνεμόσκαλα
Καὶ ποιός δὲν ζαλίζεται;
Γ'
Ἀγγοῦσα μέρα θερινῆς καὶ πάθος ἔαρος στὴν καρδιά μου
Καὶ νὰ πανηγυρίζει τοῦ ὀκνοῦ παγετώνα ἡ ἀκμή
Ἔλεος ἔλεος θυγατέρα.
Δ'
Α π έ ρ α ν τ ο !
Φίδι
Γυαλιστερὴ ράχη ψαριοῦ θ α λα σ σ ι ν ό θ η λ α σ τ ι κ ό.
Ε'
Βένθος* ἀσύγχυτο λευκή
Τί ἄλλο νὰ πῶ
Λευκή
Ἄ ναί
Λευκὴ σὰν ὄ σ τ ρ α κ ο.
[βένθος: το σύνολο των έμβιων οργανισμών, που ζουν στο βυθό]
......................
Θ'
Δωμάτιο τοῦ ἔρωτα
Σφραγίστε το μ' ἑφτὰ σφραγίδες στὴν καρδούλα μας
Μέσα-ἐδῶ κατασίγασε γιὰ λίγο ἡ χιονοθύελλα
Οἱ δρόμοι πέρα χλόισαν ἐπ' ἀόριστο ἀνεστάλη
Ἡ μοχθηρὴ συνύπαρξη μὲ τόσους ἀνεπίλεκτους
Κι ἐπῆλθαν βίαιοι νόστοι
Πρόσωπο μὲ πρόσωπο
Νιότη μὲ νιότη.
Ι'
Τὸ παραστάδι ἀπ' τὸ μπακίρι τῶν μηρών σου καὶ τὸ ἁλώνι μας
Βελοῦδο μόνο κι ὅλο μας τὸ σπίτι νἀ 'χει τὴν ἀπόπνοια
Τοῦ κρησφυγέτου σου ποτὲ
Ποτὲ νὰ μὴ ριζώσουμε σ' αὐτὴ τὴ χάρτα.
Από την ενότητα "ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ"
Ἔξω ἀπ' τ' ἄγιο βῆμα
Ἀθώα καμιἀ.
ΕΚΠΛΗΡΩΣΗ
Α΄
Prodita lege
Ἄσε το σῶμα σου να ταξιδεύει ὅπως τοῦ μάθανε
στὴν πυξίδα του ἐγὼ ν' ἀπελπίζω τὴν καίρια ὑπερβολή.
Β΄
Τὸ χέρι μου
Σὰν σὲ ἀφρὸ τοῦ ὀνείρου σου
Σὰν σὲ διχἀλα πεὐκου ποὺ μετέστη
Σὰ σὲ χαλίκι ἀπὸ βυθὸ ποὺ φῶς δὲν τὸ διαφἀνεψε ἀπ' αἰώνων
Στὰ μαλλιά σου
Είμαστε λοιπὸν ἕτοιμοι νὰ βγοῦμε ἀπ' τὸ νερό εἴμαστε ἕτοιμοι
Νὰ δοκιμάσουμε τὰ φροῦτα.
Γ΄
Νιῶσε κοιτάζοντάς με τὸ ἀποτέλεσμα
Τίποτε ἀπρόβλεπτο ἤ τυχαῖο τὰ κύματα
Τῶν γαγατένιων* πλατανιώνων στὰ ψηλὰ χωριά
Νιῶσε τὰ στίφη τῆς ὀρδῆς στὸ διάβα τους
Ἀπανθρακώσου γιὰ νὰ μείνεις ἀνυπόταχτη
Ἀ π α ν θ ρ ω π ί σ ο υ
ἐξοβελίσου στη φωταύγεια.
[γαγατένιων < γαγάτης: εὶδος λιγνίτη, λέγεται καὶ μαῦρο κεχριμπάρι]
ΕΡΩΤΙΚΗ ΜΝΗΜΗ
Παλιὸ μαδριγάλι ἀπὸ τ' ἀξέχαστα σὰ μέσ'
Ἀπὸ μιὰ θλίψη ποὺ γεννᾶ ἡ ἰαμβική σου γοητεία
Ξαναγυρίζει μέσα μου τοὺς φθὀγγους τοῦ ἀντιμἀμαλου
Τοῦτα τὰ χέρια ποὺ σ' ἀγγίξανε
Λησμόνησαν τὰ λάθη τους σὲ ἄσπρες κερκίδες
Ἀποσταμένα κι ἀπροστἀτευτα
Ὀλόλυξαν ἑφτὰ φορές στὰ δάση σου
Ἔτσι τονίσαν τὸ τραγοὐδι ποὺ νομίζαν ταιριαστότερο
Στὸ ὑπόφαιο μερολόγι
Τὸ ἀναπολῶ σαρώνοντας ἀντίκρυ τὸ βουνὸ
Ἀναζητώντας λὲς τὰ μάτια ἐκεῖνα
Καὶ μέσα μου χορὸς ἀγρἰων
Μὲ τὰ τελευταῖα λόγια τοῦ Οἰδίποδα
Γιουρούσια ἀπανωτὰ σὲ Ὑμένα δίχως αἱμα
-Τσίπα στρατεύσεως ὑπερτανυσμένης στὸ πηγαῖο-
Ποὺ δὲν ὑποχωρεῖ σκληρὸς κι ἀνοιχτοκάρδης
Ὠριμότητα λέοντα δείχνοντας καὶ βάθος θεοῦ.
ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΕΡΩΤΙΚΟΣ
Μονάχα τότε μοῦ ἄνοιξαν τὰ μἀτια
Κι ὑψώθηκε ἡ αὐλαία τῶν καιρῶν νὰ παἰξει
Θανατικὸ βιολὶ
Στὸ συντριμμένο στῆθος μου ἀπάνω γερασμένος
Ὁ ἴδιος μου ἑαυτός
Κι ὑπέλαβα σὰ θύμηση πληγῆς
Τὴ χαιρεκάκια τοῦ ἀστεριοῦ πάνω στὴν κλίνη μου
Αἷμα πνιγμένο άντρίκιο πάνω ὣς κάτω
Ἡ αὐγή σὰν τὴ σκιὰ ποὺ ρἰχνει πρὀστεγο
Στὸν τοῖχο μὲ τὴ βεραμὰν μπογιά
Κι ὁ φωτογράφος τρέχει νά 'μπει ὑπὸ τὴ σκἐπη της
Ἁπλώνεται γιὰ νὰ χτυπήσει ὅσες φορὲς
Ἄνεμος τὰ ὀνειρὀπλαστα
Νὰ συνεπάρει μάτια τῆς ἀντίφασης
Δοσμένη στ' ἄγιο κλάμα αυτή
Long for thy lips ἐγώ
Μυρωδάτη οἱ δυὀ μας στἀχτη γιὰ τὸ Ἄγνωστο
Χείλη μικρά μεγάλα πλοῖα πορθμεῖα
Ἀπλώνουνε ἀσυγκράτητα
Καὶ σκιἀδι ἀλόης ἀνάμεσα
Ἀλόης δοκιμασμένης στὰ τριφύλλια
Ἀλόης θαυματουργῆς
Σὰν Παναγιὲς ἑνώνουνε
Ἀγκαλιασμένες γιὰ ν' ἀντέξουν τὸ χαμὸ τοῦ κανακάρη τους
Ὁ σβέρκος της σκῆνος* τῆς ποίησης μυροβόλο
Τὰ χέρια της χαμένα ὅπως τὰ Κύθηρα κρυμμένα
Στὶς κουφωτὲς μασχάλες της
Ἄχ νὰ μὴν ξἐρεις κόρη μυστικὴ
Ποῦ φτάνει διψασμένη μιὰ ἄπροικη ρεαλίστρια
Ἤ ποῦθε λάμνουν τὰ νυχτόβια μὲς στὸ σκότος
Μαστοὶ ἐπηρμένοι πῶς γνωρίζετε τοὺς ἄντρες;
Ἄρχοντα σκοτεινέ τὸ δίδαγμά σου
Σὲ ποιόν αἰώνα διάλεξες νὰ παραδουλέψω τόσες νύχτες!
[σκῆνος: κατοικία, το σῶμα ὡς κατοικία τῆς ψυχῆς]
Ἀπὸ τὴν ἑνότητα ΑΣΠΡΟ ΓΕΡΑΚΙ
HOMAGE TO HERMANN MELVILLE
Τὴ νύχτα τούτη που σ' ἀγρίεψε foresta μυστηριακῶν φωνῶν ἀγἀπησἐ τη σὰν τὸ Νότο σὰν ἀλλόφερτη φρεγάτα στοιχειωμένη ἀπὸ τὰ κύματα σὰ μακρινὴ στεριὰ τοῦ ὁρίζοντα στὸ μάτι τοῦ πλανώμενου κι ἀγύρτη θαλασσόλυκου σὰ μακρινὴ γραμμὴ στεριᾶς χνάρι τοῦ ὠκεανοῦ μὲ φοίνικες ἀπατηλούς μὲ γλυκοχρώματα νερά σιωπὴ γιομάτη ανησυχία
Διῶξ' τὴ σχεδία !
Μόνο μιὰν ὄψη μυστικὴ κράτα τῶν ἐναλίων τῶν θησαυρῶν ποὺ ἀγνάντεψες τῶν θρύλων ποὺ ἄκουσες εκεῖ βουβὸς ἀπὸ τὸ θαῦμα τῶν πιὸ θανάσιμων καὶ πιὸ μεθυστικῶν ἐκμυστηρεύσεων ποὺ σοὺ ἐμπιστεύτηκαν ἀπάνω στὸ πιοτὸ ἰδαλγοί γέροι κατραμωμένοι κι ἀνυπόταχτοι κι ἄλλοι ζουρλοὶ καὶ γνωστικοί κ α τ α τ ρ ε γ μ έ ν ο ι
ἄχ ποιός μπορεῖ νὰ σὲ πιστέψει; καὶ τί σὲ μέλει ποῦ θὰ φτάσει αὐτὴ ἡ βαρκούλα ;
Ἀρκεῖ ποὺ τὴνε σκάρωσες τὴν ἔφερες τὴ βάφτισες τὴν ἔριξες τ ὴ β λ έ π ω
Τώρα μικρὰ φανάρια βουλεβάρτων σπίτια ζεστὰ φιλόξενα σοφῶν καὶ ποιητῶν λιμάνια μὲ φουσκονεριὰ καὶ γόητες ποὺ ἀνώνυμοι κι ἀπ' ὅλους ξεχασμένοι τὰ τριγυρίζουν σκεφτικοί --κι οἱ καπνοσύριγγές τους ρονρονίζουν-- ἐλπίδες μέσα σὲ λογιστικὰ συρτάρια ἤ χαρτοφύλακες κλεισμένες κήτη ἀλλόφερτα ὅλα δονοῦν τὴ θυμωμένη τους ψυχή φωτιὰ ἡ ἀνάσα τους
Ἂ ναί μ' ἀρέσουν οἱ οὐτοπίες τοῦ δικαἰου ξέρω νὰ τὶς πλουταίνω μὲς στὸ στέρνο μου χαρὰ μεγάλη ποὺ σκουριάζουν στὰ γραφεῖα τους οἱ messrs Nixon καὶ Rockfeller ὢ χαρά μου
Φίλοι ὀνειροπλασμένοι ἂς ταξιδέψουμε !
ΑΙΝΙΓΜΑ
ποὺ χαρίστηκε στὴ μάννα μου
reissender Ströme
R.M.R.
Ἥρωας ἔπους
Πρὶν σπάσει τὀ σβέρκο του
Ξοδεύεται ἀλύπητα
ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ
Απόψε ἁμάρτησε καὶ πάλι στὴν ψυχή σου
Τὸ βρἀδι ἐτοῦτο φίδι ὥς μιὰν ὀργιά
Μ' ἕνα λυγμὸ ποὺ ἀχνίζει πυρκαγιά
Καὶ ποὺ ἀναβρύζει ἀπὸ τὰ σπλάχνα τῆς ἀβύσσου
Μὲ βαρυγώμιες γιὰ τὰ δυὸ πέτρινα χέρια
Ποὺ ἐκλεῖσαν πρὶν προλάβεις νὰ διαβεῖς
Τὰ βάθη ἐκἐντα ἡ λἀμα τῆς πληγῆς
Χρόνους πολλοὺς μετὰ σ' ἀτέλειωτα νυχτέρια
Μ' ἀφοῦ ἡ ἀγάπη μάταια πιά στὸ ταπεινό σου
Μνημονικὸ δὲ βρίσκει νὰ σταθεῖ
Κι ἂς πάσχισε μὲ πρόθεση ἀγαθή
Ἀλάργεψε καρτερικὰ κι ἀποξενώσου
Στὴ μεγαλόπρεπη σιωπὴ ποὺ μᾶς τυλίγει
Χωνεύοντας τὴς νύχτας κάθε ἀχὸ
Τὸν πόνο τὸν ὀξύ σου ὡς ν' ἀντηχῶ
Κύματα νιώθω μὲ χτυποῦν ἀπαἰσια ρίγη.
ΓΙΑ ΟΣΟΥΣ ΑΠΟΦΕΥΓΟΥΝ ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ
ΚΑΙ ΚΑΤΑΦΕΥΓΟΥΝΕ ΣΤ' ΑΣΤΕΡΙΑ
ΤΗΝ ΑΒΥΣΣΟ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΖΟΥΝ ΜΕ ΜΙΚΡΟΦΙΛΜ
Ὅπως περνάει παρακαλεστικό κι ὀνειρικὸ τραγούδι ἀρχαῖο μἐσ' ἀπ' τὰ σπλάχνα σου
Καὶ τάραχο ἐκκωφαντικὸ σηκώνει μὲ τοὺς τρομεροὺς κυμβαλισμοὺς του
Περνᾶνε κάποτε ἀπ' τὸ νοῦ πλανεύοντάς τον μυστικὲς
Φυσιογνωμίες ὡραίων ἀνθρώπων ἀπὸ χρόνια σύντροφοι τοῦ πιοτοῦ εύεργέτες
Κῆποι αἰσθημάτων κρεμαστοὶ συμπαραστάτες μπιστικοὶ κι ἴσως γυναῖκες
Ἐπὶ φυλαργυρία κατηγορούμενες κι ἐπὶ μαζοχισμῶ ἄν κι ἡ ἐπιστήμη
Κατέληξε πὼς ὅσο αυτὸ μᾶς νοιάζει μᾶλλον πάσχουμε
δὲν εἴμαστε ὑγιεῖς
Μόλις ποὺ μιὰ μόνο στιγμὴ στέκουνε μέσα στὴ θαλάμη πρὶν σταλοῦνε στὸ ἀχανές
Περνάει ὁ δρόμος ὕστερα σβήνει καὶ τὴ φωνή τους
Ὕστερα πάλι κάθεσαι καὶ μελετᾶς τὶς ἴδιες σφαῖρες
Ποὺ αὐτοὺς ὑψῶσαν στὴν πυρὰ κείνους ἀνασκολὀπισαν
Κι ἄλλους ἀγκάλιασαν σφιχτὰ κι ἐσπερματίσανε
Στὸ τρίτο στάδιο ὁ κόσμος νὰ χαλάσει
Βρίσκεις μιὰν ἄσχετη κι ἀδιάφορη μιὰν ὁποιαδήποτε άπασχόληση
καὶ μένεις.
Ἀπὸ τὴν ἑνότητα "ΤΕΤΡΑΔΙΟ. Στάχωση μὲ δέρμα"
ΝΑ ΗΣΥΧΑΣΕΙ ΑΥΤΗ Η ΨΥΧΗ
Ὁπλίζουν τὴν ὑπομονή τους μέσα-ἐκεῖ
Ἀσκοῦνται στὴν ἐπίγνωση τοῦ πόνου
Νὰ ἡσυχάσει τὸ λοιπὸν κι αὐτὴ ἡ ψυχή
Νὰ ὑψώσει δίχως τύψη τὴ ματιά της ὅπου ἐτάχθη
Καὶ τὸν πρεπούμενο νὰ δεῖ οὐρανὸ ἀνοιχτό
Φιλόξενο γιὰ τὰ ἱερὰ τέκνα τῆς φαντασίας
Νὰ ἡσυχάσει ἀπόλυτα τὸ πνεῦμα ἐτοῦτο ποὺ κολάστηκε
Στὴ ρυπαρὴ συνθηκολόγηση τοῦ ζώου
Νὰ πεῖ τὸ ἁπλὸ τραγούδι του
Κι ἄς βγαίνει μὲ φωνὴ βραχνὴ μὲσ' ἀπ' τὰ ἐρέβη
Νὰ πεῖ τὴν εὔκολη χαρά
Τὴν ἀλαφράδα ποὺ τοῦ ὀφείλει ἡ γήινη μοίρα
.........................................................................
ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ : Η ΑΦΕΤΗΡΙΑ
Ἄς τυλίξω μ' ἕνα βλέμμα τέλος πάντων
Ὁλότελα ἱκανοποιημένο τὴ ζωή
Ἄς πῶ τί βλέπω νὰ μᾶς κάνει πλουσιότερους
Ἀπὸ ὕ ψ ο ς
Λοιπόν γιὰ νὰ μὴ μοῦ κακιώνετε
Μὲς στὴν προοπτική μας ὥς τὸ γόνα ὅλοι βρισκόμαστε
Τὰ βαφτιστήρια τῆς ἀσβόλης
Κυριαρχημένοι μιᾶς ἀρχῆς
Ἀπ' τὴν ἐφήμερή μας μοίρα.
........................................................................
ΕΡΩΣ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΣ
ε΄ Πρόνοια
Τὸ αὔριο ποὺ θὰ λείπεις σήμερα μὲ ζώνει
παρηγόρα με
..........................................................................
Ἀπὸ τὴν ἑνότητα ΠΡΟΣΟΜΟΙΑ
ΤΑ ΣΙΓΑΡΑ ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΙΤΗ
(Μία Σκέψη γιὰ Σύντροφο)
Δὲν ἤξερα τί νὰ τὰ κάνω στὴν ἀρχή
Τὸν ἀντιπροσωπεῦαν καὶ τὸν δολοφόνησαν
Μάλαμα πῆραν καὶ μοῦ ἀφῆσαν στάχτη
Ἐδῶ τὸν ἤθελα νὰ τὸν μαλώνω ποὺ δὲν τά ΄βγαζε ἀπ' τὸ στόμα
Ἦταν καπνὸς λοιπόν ; αὐτὸ ἦταν ὅλοι
Ἃχ ὕπαρξη ποὺ ἀπὸ τὸ ἀνύπαρκτο μικραίνεις
Δὲν τὰ πετῶ λοιπὸν γιατὶ ἀκάπνιστα ἔτσι
Καθὼς μέρα τὴ μέρα μοῦ ξεραίνονται ἀλλὰ βρίσκονται κοντά μου
Μοιάζουν ἡ ε ὐ χ ὴ ποὺ περιττεύει πιὰ νὰ ξεστομίσω.
ΠΕΡΑ ΑΠ' ΤΗΝ ΑΡΚΑΔΙΑ
Κείτομαι ἐδῶ καὶ δὲν ἔχω πεθἀνει
Δροσίζει αὐτὸ τὸ μνῆμα τοῦ γιαλοῦ
Τ' ἀγέρι τοῦ νοτιᾶ καθὼς γι' ἀλλοῦ
Περνάει μὲ τῶν ἀποδημητικῶν τὸ καραβάνι
Στὴ λήθη μου τ' ἀκούω κάποιες φορές
Σὰν τὸν καιρό σὰν τὴν ξανθὴ πανθέρα
Πού 'ρχεται μὲ τὸ λιόγερμα ἀπὸ πἐρα
Μὲ τὸ κανίσκι της γιομάτο προσφορές
Ὁ νοῦς της δὲν τὸ βάνει ποὺ ἀπὸ μένα
Παράφορα ἀγαπήθη μιὰ ἐποχή
(Μὰ πότε τάχατες; καὶ ποῦ; τί στὴν εὐχή!
Λησμόνησα) μπορεῖ κρυφά μὰ ἀπεγνωσμένα
Ψυχὴ φευγάτη τώρα στὸ γιαλό
Ποιά τύχη τότε ἀντίδρομη μ' ἐπλάνα ;
Σὲ ποιό πεδίο τιμῆς ποιά δόλια μάννα
Γλυκὰ μ' ἀνάσταινε γι' ἀζήτητο καλό
Στὴν πλάκα ποὺ μὲ σκἐπει (κι ἀκριβῶς
Γιατὶ δὲν τὸ τσαλάκωσαν τοῦ αἰώνα
Οἱ ξαγορές) τὸ σῶμα θεία εἰκόνα
Σκιρτῶ ποὺ ἀγγίζει ἡ δόξα τοῦ ἔρωτα βουβός
Μὲ τὰ πανιὰ ὁλοφούσκωτα τοῦ κόσμου
Ἡ μνήμη φεύγει πέλαγο βαθύ
Στὸ βλέμμα της ποὺ τρέχει νὰ χαθεῖ
Μὲ ἰριδισμοὺς τοῦ κυανοῦ κερνάει τὸ φῶς μου
Στὸ κονοστάσι μου εἴκοσι χρονῶ
Ὥρια ἀξετίμωτη καλόγρια λειώνει
Γιὰ νὰ ζυγώσει μου ἔπρεπε τ' ἀφιόνι
Ὅ,τι προορίστηκα νὰ πιῶ καὶ νὰ γινῶ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου