μια νύχτα, παγωνιά, «ας δω την τύχη μου», είπα, στο βάθος του διαδρό-
μου έμενε η λιγδερή χαρτορίχτρα,
ακούμπησα ένα νόμισμα στο πιάτο, εκείνη τράβηξε το πρώτο χαρτί: ντά-
μα σπαθί, «είναι η γυναίκα με τα μυρωδικά», μου λέει,
το δεύτερο χαρτί ήταν τρία κούπα: «θάσαστε τρεις», μου λέει, κι ύστερα
τράβηξε το άλλο χαρτί που δεν ονομάζεται–
το πλήθος συνέχιζε να περνάει τη γέφυρα, άλλοι έφταναν απ’ τα προά-
στια, ο ιεροκήρυκας φώναζε, «αδερφοί». Το βράδι στο νεκρώσιμο
δείπνο
βουτούσαν το ψωμί στη νερουλή σούπα, ώσπου, κάποιος παρείσαχτος,
απ’ αυτούς που προσκολλώνται για το φαί, δεν άντεξε, σηκώθηκε
κι έφερε όλον τον γειτονικό κήπο. Τα έντομα έκαναν έναν ήσυχο θόρυβο
μεταφέροντας τις αρετές της νεκρής.
Η Ρόζα, όταν δεχόταν πελάτη, έβαζε ένα χαρτόνι στη γωνιά
να μην τη βλέπει η ανάμνηση του πατέρα–κάποιος έβγαινε μ’ ένα τσε-
κούρι τη νύχτα και χτύπαγε στα τυφλά,
είχε αναστατωθεί η πολιτεία, έρευνες, ανακρίσεις,
καμμιά φορά, κάποιος ερχόταν, γονάτιζε μπρος στις εικόνες και τα παρα-
δεχόταν όλα
από καταβολής κόσμου–
Σκέφτομαι αλήθεια, γιατί όλα αυτά, αφού με πολύ λιγώτερα
μορεί κανείς να χαθεί. Θυμάμαι κάποιον που η όρεξή του ζήτησε, κά-
ποτε, μια ρομβία
και κάθισε και την έφαγε, εκεί, στη γωνιά
φτύνοντας μόνο το δεκανίκι του στρατιώτη, κι η χοντρή, άσχημη γυναίκα
είχε κρεμάσει τα βυζιά της στο μπαλκόνι
«μη με λυπόσαστε», έλεγε, «εγώ είμαι πονηρή», και κοίταζε το τέλος του
δρόμου,
ύστερα καθήσαμε πάνω στα χόρτα, στο σκοτεινό κοιμητήρι,
βοηθώντας το νεκρό παιδί.
Κ ύστερα πάλι η αιχμαλωσία, ο τέτανος, τα μακρόσυρτα σούρουπα,
ο δραπέτης δεν ήξερε που να κλάψει κι ο φράχτης τον κοίταζε μητρικά,
«τυράννησέ με», μούλεγε η κουτσή γυναίκα, «θέλω να ξεφύγω»–«δυστυ-
χισμένη, που να πας»,
ήξερα, αλήθεια, μα οικογένεια τυφλών, κανείς δεν έβλεπε, χρόνια τώρα,
κι όταν κάποτε το σπίτι τους πήρε φωτιά, λένε πως την έσβυσαν
μ’ αυτή τη δύναμη που είχαν να μην βλέπουν. Αργότερα θα διηγηθώ τα
υστερνά.
Τώρα γυρεύω ν’ αποτελειώσω το πρόσωπό μου με κομμάτια πανιά, πέ-
ταλα, ακρίδες,
αλλά ποιος ξέρει τι υπάρχει στο σκοτεινό βάθος του μαγαζιού
πίσω απ’ το τελευταίο χαρτόνι…
Μια απερίγραπτη, διαβολική συνομωσία τεμαχισμένη σε δρόμους, συν-
θήματα, παιδικά καροτσάκια,
η εξέγερση θα γίνει τα μεσάνυχτα, έλεγαν, «έτσι θα μάθουμε και την
ώρα», είπε κάποιος,
Αφήστε με, λοιπόν, μπορώ να πεθάνω το ίδιο καλά και χωρίς εξεγέρσεις,
η υγρασία έκανε κατοχή στην πόλη, κι οι ψευδομάρτυρες απλώνουν το χέρι
τους στη φωτιά
σα να πετάνε ένα ευαγγέλιο. Κι όλα τα σχέδια για τη μεγάλη απόδραση
κλεισμένα σ’ ένα μικρό άχρηστο κουτί,
έτσι που αν το άνοιγαν δεν θάβρισκαν παρά λίγο χιόνι από έναν αξέχαστο,
παιδικό περίπατο–
με τέτοιες αυταπάτες επιζεί κανείς!
Ήταν ένα αξέχαστο δειλινό, ακουμπισμένος στους βιβλικούς μαστούς
της χοντρό-Τερέζας
διάβαζα Ντοστογιέφσκι–ονειρευόμουν ένα θάνατο όλο αφέλεια, ή να
πονέσω τόσο πολύ
που ο Θεός να υπάρξει, κρατούσα την ασετυλίνη στην είσοδο του επαρ-
χιακού θεάτρου,
μα η τραγουδίστρια είχε χάσει τη φωνή της κι έψαχνε κάτω απ’ τις κα-
ρέκλες,
ήμουν ένας νάνος σε μεγέθυνση, ένας ευνούχος που κολυμπάει μες στον
καθρέφτη,
αλκοολικός γιατί έτσι θέλησαν, όπως πετάνε ένα έμβρυο μες στο οινό-
πνευμα,
ενώ οι συνταξιδιώτες μου καπνίζουν, ανύποπτοι, την πίπα τους
σαν ένας ήρεμος εφιάλτης.
Συλλογιέμαι, αλήθεια, πως αν είχα μια αιωνιότητα στη διάθεσή μου
θ’ αποτελείωνα, ίσως, αυτό το ταξίδι απ’ την πόρτα μου ως τ’ αντικρυνό
περίπτερο,
κι ίσως, για να βγάλεις φτερά, φτάνει ν’ ακουμπήσεις σ’ έναν τοίχο και
να σκεφτείς πόσο λίγο θα ζήσεις–
έτσι άρχισαν τα πουλιά…
ΚΟΥΡΑΣΤΗΚΑ, Κύριε, να μιλώ, στερεωμένος με σύρματα μέσα στην τε-
φροδόχη,
να παραδίνομαι χωρίς να μου το ζητούν. Και μόνο οι νεκροί μπορούν
ν’ αντέξουν τόση αφθονία πραγμάτων
αφού πια δεν τα χρειάζονται–βήχοντας από φθόνο, με μισό πανωφόρι,
καφετί, σαν τα τραίνα της θείας Ελένης,
τις νύχτες ακούγαμε τις πυροσβεστικές αντλίες που έτρεχαν δαιμονισμένα, πολλοί είχαν μαγκωθεί ανάμεσα σε τόσα απλά πράγματα και πέθαιναν
αβοήθητοι, άλλοι είχαν καρατομηθεί καθώς έσκυβαν να βρούνε
τα παπούτσια τους έναν ολόκληρο χρόνο, μάλιστα, ήμουν ανήσυ-
χος για μια φτωχή αλατιέρα, μαύρη απ’ τη λίγδα ή τα κακά προαι-
σθήματα,
Φορτηγά γεμάτα καταδίκους διάβαιναν τραντάζοντας τη γέφυρα,
γεγονότα παλιά ξεχασμένα στέκονταν στις γωνιές, σαν τους μονόφθαλ-
μους έξω απ’ τα φαρμακεία–
ποιος πρόδωσε; ποιος μπήκε στο λεωφορείο; ποιος δεν ξέχασε!
Όλα συγκεχυμένα, με μόνο τον αλέκτορα να θυμάται κάθε πρωί
την καταστροφή που αρχίζει. Κι όταν με φωνάζουν, γυρίζω απλώς από
κακία
διαιωνίζοντας την ψευδαίσθησή τους.
Η αληθινή ζωή μας, σκέφτομαι καμιά φορά, παίζεται πίσω απ’ τον
τοίχο
και το έγκλημα ήταν από καιρό προμελετημένο– δεν έλειπε ούτε η
υπόσχεση, ούτε ο χλωμός νοικάρης, ούτε ο άφωνος δρόμος με τα
κλειστά μαγαζιά,
δυστυχισμένος κόσμος, δε θα μάθει ποτέ τι έγραφε αυτή η πανάρχαια
χαμένη σφραγίδα
και πως μια ομπρέλα είναι κι εκείνη ένα φάντασμα που δε συγχωρεί.
Φίλοι μου, που νύχτες ολάκερες μιλούσαμε για τις τύχες του κόσμου,
ανάμεσα στις μικρές παύσεις της συνομιλίας μας ήταν, ίσως, ό,τι κληρο-
δοτήσαμε στους άλλους– ακατόρθωτο
για να επιζήσει, και τόσο οικείο ώστε να προσπερνάς χωρίς να το βλέ-
πεις, σχεδόν.
Ω, αν είχα δικό μου ένα μόνο τηλεφωνικό θάλαμο
ή μια πιο καθαρή οδοντοστοιχία, ίσως τότε πολλά εγκλήματα θα ‘χαν
αποφευχθεί, ή έστω,
επισημανθεί εγκαίρως. Τ’ άλλα θα μείνουν άγνωστα–
σαν ένα άξαφνο κουδούνισμα από κάποιον που ‘χει κιόλας απομακρυνθεί
μια μυρωδιά θαμπή που χάθηκε πριν προλάβεις να θυμηθείς, λίγος αχνός
απ’ το παιδικό τσάι
που τόσες θεομηνίες δεν μπόρεσαν να τον σκορπίσουν ακόμα.
Ω, αν είχα τη δύναμη, θα έφτιαχνα ένα χέρι στο δρόμο για τους τυφλούς
ή εύκολα αινίγματα για τους κουρασμένους,
θα έφτιαχνα ένα φλύαρο κοιμητήρι που να μας διηγιέται το βράδυ τα πα-
λιά
ή θ’ αέριζα τα σεντόνια όπως σ’ ένα ναυάγιο. Είμαι, λοιπόν, ξεγραμμένος
σαν το θαύμα που κάνει ακόμα πιο αβέβαιη τη ζωή…
στερα τα πλήθη σκορπίζουν, όπως πάντα, οι χαμένοι στρατιώτες ξα-
ναγυρίζουν
κι είδα πολλούς να φιλάνε, κρυφά ένα φτωχό σκεύος της κουζίνας,
αφού η ομορφιά είναι το πιο συλλογισμένο απ’ τα πένθη μας–αβέβαιες
υποσχέσεις
όταν ακόμα πιστεύαμε χουχουλίζοντας τα χέρια μας στην πάροδο.
Οι φυλακισμένοι στα προαύλια γκρίζοι, ομοιόμορφοι, σαν τα χυμένα
σπίρτα,
οι αναμνήσεις, το χαμένο αίμα, η αληθινή ιστορία που δεν θα γραφτεί
κι ο οίχτος έχει ξύλινο πόδι κι ακούγεται, μια γριά έβγαζε ένα-ένα τα
σάπια δόντια της και πετροβολούσε την Τύχη,
«θέλω να περάσω», φώναζε κάποιος, και, φυσικά, εννοούσε ένα μεγάλο
στεφάνι
μέρος της συνωμοσίας κι αυτό.
Τάσος Λειβαδίτης, «Ο διάβολος με το κηροπήγιο», Έκτη έκδοση, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1975.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου