ΑΝΑΣΤΑΣΗ
«Δε σ’ ακολουθώ πια» φώναξα, μα εκείνος μ’ έσπρωξε, το αμάξι κατρακύλησε μες στη νύχτα, πού πηγαίναμε; στις γωνιές, με μεγάλα κάτωχρα πρόσωπα, στέκανε οι Σιωπηλοί, μόλις προφταίναμε να παραμερίσουμε για να μη μας γκρεμίσουν,
κι οι οργανοπαίχτες που ακολουθούσαν, μισομεθυσμένοι, με την ψυχή τους απροστάτευτη απ’ τη βροχή, φορούσαν κάτι σταχτιά, στραπατσαρισμένα καπέλα, απ’ αυτά που βρίσκονται στον ουρανό, μαζί με τα παιδιά και τους σαστισμένους,
κι αυτό το κάθαρμα ο αμαξάς προσπαθούσε να κρύψει μ’ ένα σάλι το βρόμικο μούτρο του, ενώ εγώ ήξερα πως ήταν εκείνος ο αλήτης, που μια νύχτα αρνήθηκα να πιω ένα ποτήρι μαζί του,
έπρεπε να ξεφύγω, γλίστρησα κρυφά και νοίκιασα ένα δωμάτιο σ’ ένα απόμερο ξενοδοχείο, μα όπως εκείνη τη νύχτα με μαστίγωνε η πόρνη, κι άκουγα τη θεία εκμυστήρευση, ήρθε και γονάτισε δίπλα μου,
τότε τον ακολούθησα, κι όπως βαδίζαμε, είδαμε άυπνο και χλωμό τον Σίμωνα τον Κυρηναίο, «πλαγιάζω στον τάφο και τρέμω, πως κάθε τόσο θα με ξανασηκώσουν» είπε λυπημένος,
γιατί αν χρειάζονταν κάποιον να βοηθήσει για το σταυρό, πάλι αυτόν θα συναντούσαν στο δρόμο.
(Από τη συλλογή "Νυχτερινός επισκέπτης", 1972)
----------
Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΦΤΩΧΩΝ
Κι όταν μ’ έθαψαν κι έριξαν όλο το χώμα της γης επάνω μου,
ήτανε τόση η θλίψη ενός αδέξιου θαυματοποιού στη γωνιά του δρόμου
που βγήκα μέσ’ απ’ το καπέλο του.
(Ποίηση - τόμος δεύτερος, 1987)
----------
ΒΡΑΔΥΝΗ ΗΣΥΧΙΑ
Αλλά, σιγά σιγά και με κάποιο φόβο, πρόσεξα πώς κανείς δε μίλησε για τον ξένο, που ήρθε και κάθισε στην άκρη του τραπεζίου, την ώρα που τρώγαμε, μόνο η έγκυος γυναίκα έκανε μια κίνηση, σαν να ‘πρεπε να μείνει στη θέση της, την ώρα που κιόλας τη διώχναν,
ώσπου όταν όλοι αποσύρθηκαν έγινε μια παράξενη ησυχία και δεν ακουγόταν παρά το σιγανό κλάμα της γυναίκας και το μακρινό θρόισμα της έξοχης, σαν κάποιος να παρηγορούσε έναν άλλον, για κάτι που δεν μπορεί πια να επανορθωθεί.
(Από τη συλλογή "Συμφωνία αριθ. 1")
-----------
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΕΞΟΔΟΣ
Νύχτα. Μονάχα τ’ άστρα. Και πέρα το βάθος του ολάνοιχτου ορίζοντα—
εκεί που πάνε οι άνθρωποι χωρίς τα ονόματά τους.
(Από τη συλλογή "Ανακάλυψη", 1978)
------------
ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ
Καμιά φορά πηγαίνεις και στέκεσαι μπρος στον καθρέφτη,
τόσο αδιάφορος,
σα νάσαι απλώς ένα φαρδύ παράταιρο φέρετρο
για ένα νεκρό παιδί.
*****
ΣΕ ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ
Θυμάσαι τις νύχτες; Για να σε κάνω να γελάσεις περπατούσα
πάνω στο γυαλί της λάμπας.
«Πως γίνεται;» ρώταγες. Μα ήταν τόσο απλό
αφού μ’ αγαπούσες.
( Από την συλλογή του: Ανακάλυψη, 1977)
------------
ΦΥΛΛΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ
Ποιος ξέρει τι θα συμβεί αύριο,
ή ποιος έμαθε ποτέ τι συνέβη χτες,
Τα χρόνια μου χάθηκαν εδώ κι εκεί, σε δωμάτια, σε τραίνα,
Σε όνειρα
Αλλά καμία φορά η φωνή μιάς γυναίκας καθώς βραδιάζει μοιάζει
Με το αντίο μιας ηλικίας που τελείωσε
Κι οι μέρες που σου λείπουν, ώ Φεβρουάριε, ίσως μας αποδοθούν
Στον παράδεισο-
Συλλογιέμαι τα μικρά ξενοδοχεία όπου σκόρπισα τους στεναγμούς
Της νιότης μου
Ώσπου στο τέλος δεν ξεφεύγει κανείς, αλλά και να πάει που;
Κι ο έρωτας είναι η τρέλα μας μπροστά στο ανέφικτο να γνωρίσει ο ένας τον άλλον –
Κύριε, αδίκησες τους ποιητές δίνοντας τους μόνο ένα κόσμο,
Κι όταν πεθάνω θα’ θελα να με θάψουν σ’ ένα σωρό από φύλλα
Ημερολογίου
Για να πάρω και το χρόνο μαζί μου.
Κι ίσως ο,τι μείνει από μας να’ ναι στην άκρη του δρόμου μας
Ένα μικρό μη με λησμόνει
-------
ΕΚΜΥΣΤΗΡΕΥΣΗ
Και μια μέρα θέλω να γράψουν στον τάφο μου: έζησε στα σύνορα
μιας ακαθόριστης ηλικίας και πέθανε για πράγματα μακρινά που
είδε κάποτε σ’ ένα αβέβαιο όνειρο.
(Από "Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου". 1990)
Πηγή: https://www.facebook.com/christos.toumanidis.9/posts/pfbid02cKFdScy8BAnvDpkJtyFg7GWbCqeHpMqdY6Q12LJLfLj5xQcah2Lrk2WzvWBif3kDl
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου