Ήταν κραυγή μακρόσυρτη
και ακούστηκε σαν «οίμοι»
σαν της Μεγάλης Τρίτης ήχος πλαγιαστός,
βαθιά κοιμώμενος μες στη φωνή του ψάλτη.
Κι από κοντά κι άλλες φωνές,
παίζοντας τα παιδιά στην εκκλησία•
«οίμοι»
και «οίμοι»
και κάποια σκέτα «οι»
που ένας άγνωστος τα πέρασε για άρθρα
και του ’ρθε και συμπλήρωσε τη γλώσσα:
«οι φοβισμένοι»,
«οι αλαζόνες όχι»,
«οι φοβισμένοι».
Υπήρξε δεν υπήρξε ιερομόναχος
στου Άγιου Λύπιου το ξωκλήσι
που έψελνε δεν έψελνε τα «οίμοι»
και μέτραγε δεν μέτραγε στα δάχτυλα τον κόσμο,
υπάρχει πάντως το άναρθρο
στης Άγιας Αγωνίας τον καιρό
και στην αυλή του τα παιδιά
παίζοντας κρυφτό και άγνωστο.
Ανιστόρητο, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1999.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου