Παρασκευή 26 Απριλίου 2024

Θάνος Σταθόπουλος - Θαύμα

 Οι συσπάσεις συνεχίστηκαν για λίγο ακόμα. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .Η αναπνοή της ξανάγινε κανονική. . . . . . . . . . Εξουθενωμένος ξάπλωσα. . . . . . δίπλα της στο δρόμο. Τη σκέπασα με το σακάκι μου. Δεν ήταν βαριά, γι’ αυτό αποφάσισα να τη σηκώσω στα χέρια. Η στάση των ταξί δεν απείχε πολύ. Η Εντουαρντά έγειρε αναίσθητη στην αγκαλιά μου. Έκανα ώρα για να διανύσω την απόσταση. . . . . . . . . ξαναβρήκε όμως τις αισθήσεις της, κι όταν φτάσαμε, ζήτησε να σταθεί στα πόδια της. . . . . . . . . . . .. Την κράτησα, κι όπως την κρατούσα, ανέβηκε στ’ αυτοκίνητο. Είπε με αδύναμη φωνή: -. . .όχι ακόμα . . .να περιμένει. Είπα στον ταξιτζή να μη ξεκινήσει∙. . . . . . . . . . . . . Καθίσαμε πολλή ώρα χωρίς να μιλάμε, η Μαντάμ Εντουαρντά, ο σωφέρ κι εγώ. . . . .. .λες κι έτρεχε τ’ αυτοκίνητο. Τελικά η Εντουαρντά μου είπε: - Πες του να πάει στη λαχαναγορά! . . . . . . . . . . . . . . Μας πήγε από κάτι σκοτεινούς δρόμους. . . . . και με αργές κινήσεις, η Εντουαρντά έλυσε τα κορδόνια του ντόμινο. . . . . . δε φορούσε πια μάσκα∙ έβγαλε το μπολερό κι είπε με σιγανή φωνή στον εαυτό της: - Γυμνή σα ζώο. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Πλησίασε τον ταξιτζή σε σημείο που να τον αγγίξει και του είπε: - Δες... δε φοράω τίποτα...έλα. Ασάλευτος ο ταξιτζής κοίταξε το ζώο: είχε ανοίξει τα πόδια της κι είχε σηκώσει το ένα ψηλά για να δει ο άλλος τη σχισμή. . . . . . . . . κατέβηκε απ’ το κάθισμά του. . . . . . . . .. . . . . . . . . . . Η Εντουαρντά τον αγκάλιασε, ρούφηξε τα χείλια του κι έχωσε το ένα χέρι της στο σώβρακό του ψαχουλεύοντας……Στεκόμουν αποσβολωμένος κοιτάζοντας∙ αυτή έκανε κινήσεις αργές και κρυφές που ήταν ολοφάνερο πως της χάριζαν μια υπέρτατη ηδονή. Ο άλλος ανταποκρινόταν στις κινήσεις της, δινόταν μ’ όλο το κορμί του βάναυσα. . . . . . . . . . . . . . . .. . . . . . . . . . . . . Η Εντουαρντά, στητή, καβάλα πάνω στον εργάτη, με το κεφάλι προς τα πίσω, τα μαλλιά της να πέφτουν χαμηλά. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ο οργασμός της Εντουαρντά. . . . . κυλώντας μέσα της με τέτοιο τρόπο που να της σχίζει την καρδιά στα δυο, παρατεινόταν εντελώς παράδοξα. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η αγωνία μου μ’ εμπόδιζε να αισθανθώ την απόλαυση που θα ‘πρεπε να θέλω∙ η οδυνηρή ηδονή της Εντουαρντά μου έδωσε την εξουθενωτική αίσθηση ενός θαύματος. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .


ΕΝΑΣ ΣΩΡΟΣ ΓΛΩΣΣΑ, Γαβριηλίδης 2007


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου