ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΤΗΣ ΜΗΛΟΥ
Ω, θεά ξενιτεμένη, μελετώντας σε,
Γυρίζει ο νους μου πίσω έναν αιώνα:
Στη νύκτα εκείνη, που αρπαγμένη πέρασες
Μπροστά απ' τον γκρεμισμένο Παρθενώνα.
Απ' τα ζητιάνικα κουρέλια γύμνωσαν
Το θείο κορμί σου βέβηλοι κουρσάροι,
Κ’ έλαμψες αφρογέννητη, και θάμπωσες
Γυμνή, τ' ολόφωτο αττικό φεγγάρι.
Για να σε ξετιμήσουν ανυπόμονα
- Τέτοια άφταστη κι αφάνταστη πραμάτεια-
Με των δαυλιών τις φλόγες σε ψηλάφησαν
Δάχτυλα βάρβαρα κι ανάξια μάτια.
Κι όταν θαλασσόδρομη πάλι κίνησες
Για της ατελείωτης σκλαβιάς τις ώρες,
Μια σκλάβα άλλη θυμήθηκαν και σ' έκλαψαν
Του Ερεχθείου οι μαρμάρινες Κόρες.
Ψεύτικη λευτεριά στα ξένα απόχτησες
Τα θεία σου κάλλη δείχνοντας για λύτρα
Και, στερημένη εσύ τ' Ωραίο, γίνηκες
Μεσ' στ' άσκημα του Ωραίου η διαλαλήτρα.
Τι τάχα κι αν σε θρόνιασαν βασίλισσα
Σε μουχλιασμένο στεριανό παλάτι;
Το μάρμαρό σου ανήλιαγο κι αδρόσιστο,
Του Αιγαίου ποθεί το κρυσταλλένιο αλάτι.
Ω! να πατούσες πάλι της πατρίδος σου,
Τα κυματόδεντρα λευκά χαλίκια,
Κι ένα στεφάνι απ' ανθισμένες κάπαρες,
Κι ένα στρωσίδι από βρεγμένα φύκια!
Ω! κι από κάποιο θάμα τα δύο χέρια σου,
Πανώρια, ακέρια ν' άπλωνες πάλι,
Τα χέρια σου, που σε ξένον τόπο αν σού ‘λειπαν
Δεν είχαν τι να σφίξουν στην αγκάλη.
ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΙ ΤΗΣ ΟΜΟΡΦΗΣ
Ποιος σε είδε, νεραϊδόκορμη, να πλένεις στο ποτάμι
και δεν του κόπηκε η μιλιά, δε χάθηκε το φως του;
Ξέζωστη και ξετράχηλη και ξεμαντιλωμένη,
με το κορμί κλωνόγερτο, με τα μαλλιά λυμένα,
του ποταμιού ασπρολίθαρα τα πόδια σου ν’ αστράφτουν
και στο νερό ν’ αφροκοπούν τα χέρια, νεροπούλια!
Ποιος σε είδε, νεραϊδόκορμη, να πλένεις στο ποτάμι,
με τις αγράμπελες σκεπή, τις ροδοδάφνες φράχτη
και δεν του κόπηκε η μιλιά, δε χάθηκε το φως του;
Εγώ σε είδα και σώπασα, να μην κοπή η μιλιά μου
και σφάλισα τα μάτια μου, να μη χαθεί το φως μου.
Κι’ ουδέ ποτέ σου το ‘μαθες κι ουδέ ποτέ σου το είπα.
Τώρα, που δεν τ’ ακούς εσύ, το λέω στο μοιρολόγι.
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΟΥ
Τίποτε δεν άλλαξε απ’ το σπίτι σου,
κι απ’ το δρόμο κι απ’ τη γειτονιά.
Μόνον η παλιά βρυσούλα στέρεψε
στην αντικρινή σου τη γωνιά.
Τίποτε δεν άλλαξε απ’ το σπίτι σου.
Βιαστικός διαβάτης το θωρώ
και, ξεχνώντας πόσα χρόνια πέρασαν,
σα και τότε πάλι λαχταρώ...
Λαχταρώ ν᾿ άνοιξης το παράθυρο
και στο διάβα μου άξαφνα να βγεις,
γελαστή παιδούλα καστανόξανθη,
χάραμα απριλιάτικης αυγής.
Σφαλιστό απομένει το παράθυρο
κι αν τ᾿ ανοίξει, μια άλλη θα φανεί...
Μόνο στο παράθυρο της θύμησης
βγαίνεις ίδια καεί παντοτινή.
ΝΥΧΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ
Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη
λυγούν τα πόδια
και προσκυνούν γονατιστά τη φάτνη τους
τ᾿ άδολα βώδια.
Κι᾿ ο ζευγολάτης ξάγρυπνος θωρώντας τα
σταυροκοπιέται
και λέει με πίστη απ᾿ της ψυχής τ᾿ απόβαθα,
Χριστός γεννιέται!
Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη
κάποιοι ποιμένες
ξυπνούν από φωνές ύμνων μεσούρανες
στη γη σταλμένες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου