Στὸν Ἀκροκόρινθο ἔπεφτεν ἡ δύση
πυρώνοντας τὸ βράχο. Κ' εὐωδάτη
φυκιοῦ πνοή, ἀπ' τὸ πέλαο, εἶχε ἀρχίσει
νὰ μεθᾶ τὸ λιγνὸ βαρβάτο μου ἄτι...
Ἀφροὶ στὸ χαλινάρι· κι ἀπ' τὸ μάτι
τ' ἀσπράδι ὅλο φαινόταν· καὶ νὰ λύσει
τὴ φούχτα μου, ἀπ' τὰ γκέμια του γεμάτη,
πάλευε πρὸς τὰ πλάτη νὰ χιμήσει...
Ἤτανε ἡ ὥρα; Ἦταν τὰ πλήθια μύρα;
Ἦταν βαθιὰ τοῦ πέλαγου ἡ ἁρμύρα;
ἡ ἀναπνοὴ ἡ ἀπόμακρη τοῦ δάσου;
Ἄ! λίγο ἀκόμα ἄν κράταε τὸ μελτέμι,
ἤξερα ἐγὼ πῶς σφίγγεται τὸ γκέμι
καὶ τὰ πλευρὰ τοῦ μυθικοῦ Πηγάσου!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου