Καρπό δεν έκοψα κανένα
από το δέντρο της ζωής,
μονάχα μάζεψα ό,τι βρήκα
να 'ναι πεσμένο καταγής...
...
Τώρα γυρίζω και κοιτάζω
και τη ζωή αναμετρώ:
-πόσο μεγάλη ήταν η φόρα,
-πόσο το πήδημα μικρό!
I
Οι άρρωστοι είναι πρίγκιπες που ζούν στην εξορία,
σε κάποια πένθιμη, Ίρημη και κρύα Σιβηρία,
και που όλη μέρα ακίνητοι, κατάχλωμοι και μόνοι,
κοιτάν ρεμβοί να πέφτει αργά το χιόνι απά στο χιόνι...
Οι άρρωστοι είναι τα λευκά τριαντάφυλλα πού αγάλια
ήπιαν το λίγο το νερό πού είτανε στ' ανθογυάλια και,
δίχως τώρα τίποτα στον κόσμο να προσμένουν,
σκύβουν μοιραία τα κορμιά κι αθόρυβα πεθαίνουν...
2
Τα χείλια τους, που ο θάνατος τα έχει φιλημένα,
πέταλα ρόδων μοιάζουνε, σαν πέφτουν μαραμένα
σε κάμαρες κατάκλειστες, γεμάτες ησυχία,
σκορπώντας μιαν ανώφελη, θανατερή ευωδία...
Τα χέρια τους που μοιάζουνε με τα λευκά τα κρίνα,
που 'ναι χλωμά, γυαλιστερά και διάφανα ως εκείνα,
βαριά σαν στα σεντόνια τους απάνου ακινητάνε
οι άρρωστοι ώρες σκεφτικά, θλιμένα τα κοιτάνε.
Τα μάτια τους σα βλέπουνε τη φύση, την ημέρα,
είναι σα να κοιτάζουνε πέρα απ' αυτές, πιο πέρα,
κι είναι η ματιά τους η στηλή μες σ' ίσκιους βυθισμένη
ως γύρω τους μιά αόρατη νυχτιά να κατεβαίνει...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου