Και τις Κυριακές ακόμη ο πατέρας μου ξυπνούσε νωρίς
και φορούσε τα ρούχα του μέσα στο γαλάζιο ψύχος,
έπειτα με χέρια ξερά, καταπονημένα
απ’ τον μόχθο υπό τον καιρό της κάθε εργάσιμης μέρας έκανε
τη χαμηλή φωτιά να φλογίζει. Κανείς ποτέ δεν του είπε ευχαριστώ.
Ξυπνούσα κι άκουγα το κρύο να ραγίζει, να θρυμματίζεται.
‘Οταν τα δωμάτια θερμαίνονταν, με φώναζε,
κι αργά σηκωνόμουν και ντυνόμουν,
φοβούμενος τους χρόνιους θυμούς εκείνου του σπιτιού,
και του μιλούσα αδιάφορα, σ’ εκείνον
που είχε αποδιώξει το κρύο,
κι είχε ακόμα στιλβώσει τα καλά μου παπούτσια.
Τι ήξερα, τι ήξερα
για τα αυστηρά και μοναχικά καθήκοντα της αγάπης;
Robert Hayden (1913-1980)
και φορούσε τα ρούχα του μέσα στο γαλάζιο ψύχος,
έπειτα με χέρια ξερά, καταπονημένα
απ’ τον μόχθο υπό τον καιρό της κάθε εργάσιμης μέρας έκανε
τη χαμηλή φωτιά να φλογίζει. Κανείς ποτέ δεν του είπε ευχαριστώ.
Ξυπνούσα κι άκουγα το κρύο να ραγίζει, να θρυμματίζεται.
‘Οταν τα δωμάτια θερμαίνονταν, με φώναζε,
κι αργά σηκωνόμουν και ντυνόμουν,
φοβούμενος τους χρόνιους θυμούς εκείνου του σπιτιού,
και του μιλούσα αδιάφορα, σ’ εκείνον
που είχε αποδιώξει το κρύο,
κι είχε ακόμα στιλβώσει τα καλά μου παπούτσια.
Τι ήξερα, τι ήξερα
για τα αυστηρά και μοναχικά καθήκοντα της αγάπης;
Robert Hayden (1913-1980)
Τα νούφαρα του Μονέ: έξι ποιήματα
μτφρ.: Γιάννης Παλαβός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου