Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2024

Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος - Δύο διηγήματα



Ο Χοίρος


Μου κάνει εντύπωση πόσο τρυφερά αναφέρονται, στο νησί, σε ορισμένα κατοικίδια. Για τα γουρούνια σπάνια χρησιμοποιούν αυτή τη λέξη, συνήθως λένε ο χοίρος.

- Εμείς δεν μεγαλώνουμε πια χοίρους, λέει η Αργυρώ, μόνο κατσικάκια τρέφουμε.

Την τελευταία φορά που είχαμε ένα γουρουνάκι, έτρεχε σε όποιον ερχόταν σπίτι, ξάπλωνε στα πόδια του, και ζητούσε να τον χαϊδέψουν, όπως οι γάτες. Κι αυτό συνεχιζόταν μέχρι που μεγάλωσε, κι έγινε ολόκληρο θηρίο...

Τα Χριστούγεννα φώναξε ο άντρας μου έναν που έσφαζε μεγάλα ζώα. Μόλις εκείνος μπήκε στην αυλή, έτρεξε ο χοίρος, ξάπλωσε στα πόδια του ανάσκελα για χάδια. Τον έσφαξε επί τόπου ο χασάπης και κατόπιν μου έφερε το κρέας στο σπίτι. Εμένα έσφαξες, του λέω.

Το σκυλί


Ερχόταν με το τρακτεράκι και όργωνε το κτήμα. Στην καρότσα, μπροστά μπροστά, καθόταν ένα μικρό μαύρο σκυλί.

Ήταν ένα αεικίνητο, εξαιρετικά παιχνιδιάρικο ζώο, έλαμπαν τα μάτια του, γυάλιζε το τρίχωμά του, ο αφεντικός του το είχε μη βρέξει και μη στάξει. Όσες ώρες εκείνος δούλευε, το σκυλί έμενε ξαπλωμένο κάτω από την καρότσα.

Δεν θα ξεχάσω τις χαρές που έκανε, μόλις τέλειωνε η δουλειά: έτρεχε πέρα δώθε, κρεμιόταν πάνω μας, μας έγλειφε, ύστερα πηδούσε στην καρότσα και βολευόταν, δίπλα στον οδηγό. Καθώς το τρακτεράκι απομακρυνόταν, το σκυλί γυρνούσε κάθε τόσο και με κύτταζε με ένα ζωηρότατο και (μπορώ να πω) ευτυχισμένο βλέμμα.

Εφέτος ήρθαν χωριστά - ο αφεντικός με το τρακτεράκι του, το σκυλί 5-6 μέτρα πιο πίσω. Φαινόταν άκεφο, σαν άρρωστο, το βλέμμα του σαν τρομαγμένο. Μάτην περίμενα να πάρει τη γνώριμη θέση του κάτω από την καρότσα. Τράβηξε πιο πέρα, έπιασε τον ήσκιο ενός δένδρου και παρέμεινε όλην την ημέρα εκεί.

Ρώτησα το αφεντικό του τι συμβαίνει, αν είναι άρρωστο το σκυλί.

Εκείνος έσκυψε το κεφάλι, προσποιήθηκε τον πολυάσχολο, δεν μου απάντησε.

Φεύγοντας το απομεσήμερο, κι ενώ το σκυλί τον παρακολουθούσε από μακριά, μου εξομολογήθηκε:

- Τον χειμώνα άρχισε να τρώει ξένες κότες, και με πίεζαν στο χωριό να το ξεκάνω. Το πήγα ένα βράδυ και το έριξα σε ένα ξεροπήγαδο. Δυο νύχτες δεν έκλεισα μάτι , την τρίτη πήρα τον φακό , πήγα στο πηγάδι και είδα τα μάτια του να με κοιτάζουν. Του έριξα ένα κουβά και το ανέβασα. Από τότε χάλασε η φιλία μας, μένει μαζί μου, με ακολουθεί, αλλά δεν παίζει, ούτε στην καρότσα ανεβαίνει πια.

 Ο θησαυρός των αηδονιών

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου