Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2024

Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλος - Εικονοστάσια


Οι είσοδοι των πόλε­ων (τότε) ήσαν όχι μόνον αυστηρώς καθορισμένες, αλλά ευρίσκοντο και υπό συνεχή έλεγχο -για να μην πω ότι σχε­δόν εφρουρούντο… Αναφέρομαι στα αλήστου μνήμης διόδια: ξύλινα περίπτερα σε στρατηγικά ση­μεία των δρόμων, και Κέρβερος μέσα να καιροφυλακτεί (εξωνημένο μαντρόσκυλο) ο φο­ρατζής. Καθώς πλησίαζαν με τα κάρα τους από τα χωριά οι αγρότες, κουβαλώντας προς πώλησιν στην πόλη τα προϊόντα από τα φτε­νά χωραφάκια τους (πατάτες, αλεύρι, ζαρζα­βατικά και τέτοια), ο φορατζής (με μια σαρ­δόνια έκφραση που πάγωνε τους φουκαρά­δες, οι οποίοι – πολλές φορές – δεν προσκό­μιζαν τίποτα περισσότερο από δυο τσουβαλάκια γεννήματα, φορτωμένα σε έναν καχεκτικό γάιδαρο, η σε κάποιο ατίθασο μουλά­ρι) σάλιωνε το χιλιοδαγκωμένο μολύβι του και ετοίμαζε το χαράτσι. Άρχιζαν οι καβγάδες: οι χωρικοί δεν είχαν φράγκο, το πολύ πολύ μερικές πενταροδεκάρες για κάποιο αγαθό της πόλης ή για κινίνο και δυναμωτικά σιρόπια, άπαξ και η ελονοσία μάστιζε την ύπαιθρο, εξουθενώνοντας μικρούς και με­γάλους.
Οι γυναίκες ακολουθούσαν πεζή, βαδίζο­ντας ξυπόλητες επί χιλιόμετρα σε μονοπά­τια κακοτράχαλα και άθλιους χωματόδρο­μους. Καθώς πλησίαζαν στα διόδια, έβγαζαν από τον κόρφο τους κάποιο μισολειωμένο ζευγάρι παπούτσια (πάντοτε μαύρα), ή πα­ντόφλες χωρίς τακούνι, κάθονταν υπό την σκιά κάποιας αιωνοβίου πεύκης (σε τόπο συνηρεφή), σκούπιζαν τα πόδια τους με ένα ύφασμά που επείχε θέση μαντηλιού και προσπαθούσαν ακολούθως να βολέψουν τα ξεχειλωμένα πόδια τους μέσα στα παπούτσια τους ή τις εμβάδες.
Δίπλα από ένα τέτοιο περίπτερο για την εί­σπραξη των διοδίων, θυμάμαι μια κομψή, στενόμακρη, μαρμάρινη κατασκευή, με τε­τράγωνο κοίλο άνοιγμα στο πάνω μέρος (κι έναν μικρό σταυρό στην κορυφή), μέσα στο οποίο εφιλοξενείτο η εικόνα του Αγίου Νι­κολάου, προστάτη του μητροπολιτικού να­ού της πόλης και του παρακείμενου Νεκρο­ταφείου. Κάτω από την εικόνα, που την πλαι­σίωναν κεράκια, καντήλι και μπουκαλάκια με λάδι, υπήρχε μια στενή σχισμή, ενώ η σκαλισμένη στο μάρμαρο επιγραφή προέτρεπε τους διαβάτες:
«Ρίπτετε τον οβολόν σας εντός».
Καίτοι οι οβολοί σπάνιζαν μονίμως, οι γυναίκες των αγροτών, όταν κατά το απομεσήμερο, ακολουθώντας αντίστροφη πορεία, εγκατέλειπαν την πόλη, πλησίαζαν στο γε­νικώς απόκαλούμενο εικονοστάσι, και κάτι προσπαθούσαν να γλιστρήσουν ιεροκρυ­φίως μέσα από τη σχισμή: άλλα εικονοστά­σια, πιο οικεία, τις είχαν ήδη προλάβει (και εξαντλήσει), δεδομένου ότι κατά τις ατέ­λειωτες οδοιπορίες τους στο βουνό, είχαν συναντήσει τέτοια λατρευτικά κτίσματά, δί­πλα σε πηγές ή σε ξωκκλήσια, τα οποία μά­λιστα (εν είδει γεωγραφικού οδοδείκτου) όριζαν την ακολουθητέα εκάστοτε πορεία, την κατεύθυνση, την επικείμενη στροφή, την απόσταση, τη διασταύρωση κ.ο.κ.
★★★
Από τα μέσα, περίπου, της δεκαετίας του ’50, τα εικονοστάσια αρχίζουν να μεταβάλουν χρήση, όψη και προορισμό. Αρχίζει δειλά δειλά η εποχή του ιδιωτικού αυτοκι­νήτου – και τα εικονοστάσια παρακολου­θούν πλέον τις παγίδες των εθνικών μας λαιμητόμων, τις οποίες ξετσίπωτα (και ατι­μωρητί) οι κρατούντες επιμένουν μέχρι σή­μερα να αποκαλούν (αθώα, δήθεν) «εθνικές οδούς».

Σιγά σιγά αποβάλλουν τον λατρευτικό τους χαρακτήρα και καθίστανται μνημεία μνήμης των αδικοχαμένων. Στην άκρη του δρόμου, εκεί όπου η ανευθυνότητα και ιδιοτέλεια των αρμοδίων, η επιπολαιότητα και η ασχετοσύνη των οδηγών, το ολισθη­ρό οδόστρωμα, οι ανάποδες στροφές κ.ο.κ. δημιουργούν ιδεώδεις συνθήκες για δυ­στυχήματα, όπου κάι ξεκληρίζονται αθρόως οδηγοί,, συνοδηγοί ή και ολόκληρες οι­κογένειες – εκεί οι επιζώντες ανεγείρουν έκτοτε τα σύγχρονα εικονοστάσια.
Στην αρχή επρόκειτο για απλές σιδηροκατασκευές που προσπαθούσαν αδέξια να μιμηθούν μια μικρογραφία εκκλησίας ή μια επιτύμβια στήλη: η φωτογραφία τού νε­κρού και το καντηλάκι (τον πρώτο καιρό και τα λουλούδια) αποτελούν τα απαραίτητα στοιχεία για να ανακληθεί η μνήμη του εκλιπόντος. Προϊόντος, όμως, του χρόνου το μάρμαρο (δηλωτικό της γενικότερης εθνικής ευημερίας) άρχισε να αποτελεί το αποκλειστικό κατασκευαστικό υλικό, για να ακολουθήσει σύντομα ή μοιραία (και αναι­σθητική) τυποποίηση της εποχής μας: η στήλη γίνεται πιο φαρδειά και χονδροειδής, ενώ αποκτά έναν τετράγωνο θαλαμίσκο με μια, αρκετά ευρύχωρη, κόγχη, η είσοδος της οποίας μιμείται κάποια βυζαντινίζουσα αψίδα, ή απλώς ένα νησιώτικο βόλτο. Η όλη κατασκευή επιστέφεται από έναν άγαμπτο τρούλλο, που στην πραγματικότητα χρησιμεύει για τη στήριξη ογκώδους σταυρού.
Μέσα στην κόγχη τοποθετείται, κορνιζαρισμένη, έγχρωμη φωτογραφία του νε­κρού, ενίοτε αφού προηγουμένως υπο­βληθεί σε ειδική πλαστική επεξεργασία, ώστε να καταστεί αδιάβροχη, τα δε χρώμα­τα να διατηρηθούν επί πολύ. Ένα βαζάκι με πλαστικά λουλούδια, θυμιατήρι και εικόνες αγίων συμπληρώνουν τον υπόλοιπο χώρο της κόγχης, η οποία ενίοτε κλείνει με ένα συρόμενο τζάμι.
Πού και πού βλέπουμε στις παρυφές των δρόμων εικονοστάσια μόνο με την εικόνα κάποιου αγίου: πρόκειται, πλέον, για ευχα­ριστήριο προσφορά (ή και τάμα) διασωθέντος, ο οποίος (αφού είδε τον Χάρο με τα μάτια του και, τελικά – άγνωστον, δε, πώς – εξήλθε, προς γενική κατάπληξη, σώος ή ελαφρά τραυματισμένος μέσα από τις στραπατσαρισμένες λαμαρίνες) σπεύδει να ευ­χαριστήσει τον άγιο της ημέρας, ή τον προ­στάτη του εν γένει άγιο.
★★★
Παρακολούθησα τη βαθμιαία πύκνωση και τη μετεξέλιξη των εικονοστασίων στα κράσπεδα των δρόμων κατά τη δεκαετία του ’60, πραγματοποιώντας με αυτοκίνητο (αρ­κετή μάλιστα, συχνά) τη διαδρομή Καβάλα – Θεσσαλονίκη -διαδρομή που μου ανα­καλεί στη μνήμη,το εξαίρετο κείμενο του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη Από Θεσσαλονίκης μέχρι Σταυρού, δημοσιευμένου τα χρόνια εκείνα με ωραία, μεγάλα στοιχεία της κά­σας, δεκαεξάρια, στο περιοδικό «Διαγώ­νιος».
Η οδήγηση απαιτούσε ικανότητες σχεδόν ακροβατικές, το δε ολισθηρόν του κατα­στρώματος θα μπορούσε να αποτελέσεί, διεθνώς, παράδειγμα προς αποφυγήν.
Υπήρχαν στροφές που θα τις ζήλευαν ακόμη και πίστες αυτοκινητιστικών αγώνων – όπως η περίφημη εκείνη στον Στρυμόνα, η προς Οφρύνιον, που δεν άργησε να εξαποστείλει στον άλλο κόσμο ημεδαπούς και αλ­λόθρησκους, καί να προσφέρει έτσι στην ελληνική λογοτεχνία το γνωστό μυθιστό­ρημα του Φ.Δ. Δρακονταειδή Προς Οφρύνιον.
Εννοείται ότι σταθερότατη είναι η παρου­σία εικονοστασίων στις ισόπεδες διασταυ­ρώσεις του σιδηροδρομικού μας δικτύου με τις εθνικές μας οδούς (αλλά και τις επαρ­χιακές, τις αγροτικές, ή και τους απλούς χω­ματόδρομους), έχω όμως παρατηρήσει ότι το φαινόμενο απαντάται πιο συχνά στην Πε­λοπόννησο, για λόγους οφθαλμοφανείς… Προ ετών, επιστρέφοντας μέσω της παλαι­άς οδού από μια εκδρομή στο Ναύπλιο, σταματήσαμε σε μια ισόπεδη διασταύρω­ση τραίνου, δίπλα ακριβώς από ένα νεό­τευκτο εικονοστάσι. Καίτοι τα προειδοποι­ητικά ηχητικά σήματα ηχούσαν δαιμονιω­δώς, τα φανάρια αναβόσβηναν συνεχώς και τα απαγορευτικά δρύφακτα είχαν αρχίσει να κατεβαίνουν, πολλοί οδηγοί πού ακολου­θούσαν, κόρναραν, ωρύοντο και μας ελεει­νολογούσαν για την ατολμία μας. Τότε ο Πά­τροκλος, άνθρωπος με πηγαία την αίσθηση του χιούμορ, κατέβηκε από το αυτοκίνητο, πλησίασε βλοσυρός τον φύλακα της διασταυρώσεως και με ύφος επιθεωρούντος τον ρώτησε σοβαρότατα:
– Πόσες συγκρούσεις έχετε στο ενεργητικό σας;
★★★
Τα εικονοστάσια εξαπλώθηκαν προοδευ­τικά σε ολόκληρη την ενδοχώρα, εντύπωση πάντως προκαλεί η συχνή παρουσία τους σε νησιά, όπου συνήθως το σύνολο του οδι­κού δικτύου που διαθέτουν, μόλις και υπερβαίνει τα λίγα χιλιόμετρα.
Έτσι στον περιφερειακό της ημετέρας νή­σου, δίπλα σε ερατεινούς κολπίσκους, απέναντι από τη νεόκτιστη, θηριωδών διαστά­σεων εκκλησία του χωριού, ένα μικρό ει­κονοστάσι προσπαθεί να συντηρήσει τη μνήμη νέου, που σκοτώθηκε προσφάτως με μηχανάκι…
Στον ορεινό δρόμο (ορεινός είναι τρόπος του λέγειν) σφηνωμένο στο ανάχωμα κά­ποιος στροφής βολεύτηκε το εικονοστάσι με τη φωτογραφία του φονευθέντος νεαρού αγροτικού γιατρού, που εκλήθη επειγόντως μεταμέσονυκτίως να βεβαιώσει τον επελθόντα θάνατον γραίας. Οι συνάδελφοί του συγκέντρωσαν χρήματα και ο ανθοπώλης του τόπου ανέλαβε να τοποθετεί φρέσκα λουλούδια στη βάση τής στήλης, όπου χα­ράχτηκε η φράση: ΔΙΟΝΥΣΗ ΘΑ ΣΕ ΘΥΜΟ­ΜΑΣΤΕ ΠΑΝΤΑ ΜΕ ΑΓΑΠΗ
Πέρασα από εκεί προσφάτως. Υπήρχαν τέσσερα βάζα με πλαστικά λουλούδια, τα δύο εκατέρωθεν μικρού αετώμα­τος, στο οποίο απέληγε η στή­λη. Μια τεράστια συκιά, με μαύρα γλυκύτατα σύκα, αγκάλιαζε κυριολεκτικά το εικονο­στάσι. Μέσα στην κόγχη η εικόνα του ομώ­νυμου αγίου, το μπουκαλάκι με το λάδι για το καντήλι, λουμίνια, αναπτήρας, μερικά κέρματα και η φωτογραφία του γιατρού. Μου έκανε εντύπωση το βλέμμα του – άκρως μελαγχόλικό και απόκοσμο, μοιάζει να έχει προ πολλού συμβιβασθεί με τα επέ­κεινα…
Λίγα μέτρα παραπάνω, ακριβώς στην κο­ρυφή της στροφής, ανάμεσα από αγριό­χορτα, χώματα και πέτρες μόλις διακρίνεται ένα παραμελημένο εικονοστάσι από στράτζαρισμένη λαμαρίνα (κατασκευή που παραπέμπει στη δεκαετία του ’70, μάλλον): το τζάμι έχει θολώσει και παραμένει σφη­νωμένο στις οξειδωμένες αύλακες, ώστε εί­ναι αδύνατον να δούμε τι προστάτευε κά­ποτε…
Προς την ανατολική πλευρά του νησιού πληθαίνουν κάθε χρόνο τα εικονοστάσια εις μνήμην νέων, που φονεύονται σταθερώς ετησίως με ενοικιαζόμενα μηχανάκια…
Δύο άλλα έχουν στηθεί δίπλα δίπλα. Το ένα είναι τελείως γυμνό, δεν υπάρχουν ανα­θήματα ή κτερίσματα που να παραπέμπουν στα του θανάτου λάφυρα. Στη στήλη διαβά­ζεται η εγχάρακτη φράσή … TO  MARK A JASMAHAL LOVING YOU ETERNALLY PIERRE.
Το άλλο, αντιθέτως, είναι καταστόλιστο. Στη βάση του έχουν ρίξει λίγο μπετόν, πάνω στο οποίο (όπως συνηθίζεται στα νησιά) έχουν σχηματίσει με ασβέστη ασύμμετρες επιφά­νειες. Σε καταλλήλως αφημένες οπές θάλ­λει ήδη ένα κυπαρίσσι, έχουν φυτευθεί βα­σιλικοί, καθώς και μωβ λουλουδάκια εποχής. Δύο μικρές ασβεστωμένες  πέτρες παραστέκουν ένα πλαστικό, γαλάζιο καραβάκι, ενώ στη βάση ένα σύγχρονο καντήλι καί­ει αενάως. Μέσα στην κόγχη βρίσκεται η φωτογραφία ανδρός περί τα σαράντα πέντε, κάτω από την οποία έχει τοποθετηθεί ένα πετσετάκι με χειροποίητη δαντέλα. Υπάρ­χουν ακόμη εικονίσματα, πλαστικά λου­λούδια, και μία, επίσης από πλαστικό, μι­νιατούρα μοτοσυκλέτας – όπως αυτές που βρίσκουν τα παιδιά μέσα σε γλυκά, ή σε σοκολάτες. Πρόκειται, άραγε, για έναν ναυτι­κό, που σκοτώθηκε με μηχανάκι, ή μήπως το μικρό παιδί προσφέρει στον εκλιπόντα πατέρα του ένα του παιχνιδάκι;
Το είδα αυτό το παιδί, τυχαία, κάποιο σού­ρουπο. Στεκόταν μαζί με πέντε κορίτσια διαφόρων ηλικιών, ντυμένα όλα στα μαύρα, μπροστά στο εικονοστάσι. Στο κέντρο βρι­σκόταν μια γυναίκα, επίσης μαυροντυμέ­νη. Παρέμεναν όλοι σιωπηλοί και ακίνητοι, παρά τη φοβερή φασαρία που δημιουρ­γούσαν με τα κορναρίσματα και τα μεγά­φωνά τους τα διερχόμενα αυτοκίνητα – πα­ρέμεναν σε μια στάση, σαν να τελούσαν ένα ασυνήθιστο μνημόσυνο, χωρίς την παρου­σία ιερέως.
Παρατηρούσα εξ αποστάσεως το βλέμμα της γυναίκας: θλιμμένο, απελπισμένο, εν απογνώσει, αλλά και κάπως οργισμένο. Κι­νούσε ρυθμικά τα χείλη, με κλειστό το στό­μα. Δεν ξαίρω γιατί, αλλά είχα την αίσθηση ότι έψεγε τρυφερά τον νεκρό, τον μάλωνε, ψιθυρίζοντάς του γλυκά εκείνο το παλιό μοιρολόι της Τριφυλίας:
Για πες μου, τι του ζήλεψες αυτού του Κάτου κόσμου;
Ευτού βιολιά δεν παίζουνε, παιχνίδια δεν βαρούνε,
αυτού συνδυό δεν κάθουνται, συντρείς δεν κουβεντιάζουν,
είναι κι οι νιοι ξαρμάτωτοι, κι οι νιες ξεστολισμένες,
και των μανάδων τα παιδιά σα μήλα ραβδισμένα…

Εφημερίδα Τα Νέα, 29/08/ 2001

Συμπεριλήφθηκε στη συλλογή διηγημάτων Ο οβολός και άλλα διηγήματα

Αναδημοσίευση από: https://sarantakos.wordpress.com/2024/12/08/hxp-2/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου