Οι είσοδοι των πόλεων (τότε) ήσαν όχι μόνον αυστηρώς καθορισμένες, αλλά ευρίσκοντο και υπό συνεχή έλεγχο -για να μην πω ότι σχεδόν εφρουρούντο… Αναφέρομαι στα αλήστου μνήμης διόδια: ξύλινα περίπτερα σε στρατηγικά σημεία των δρόμων, και Κέρβερος μέσα να καιροφυλακτεί (εξωνημένο μαντρόσκυλο) ο φορατζής. Καθώς πλησίαζαν με τα κάρα τους από τα χωριά οι αγρότες, κουβαλώντας προς πώλησιν στην πόλη τα προϊόντα από τα φτενά χωραφάκια τους (πατάτες, αλεύρι, ζαρζαβατικά και τέτοια), ο φορατζής (με μια σαρδόνια έκφραση που πάγωνε τους φουκαράδες, οι οποίοι – πολλές φορές – δεν προσκόμιζαν τίποτα περισσότερο από δυο τσουβαλάκια γεννήματα, φορτωμένα σε έναν καχεκτικό γάιδαρο, η σε κάποιο ατίθασο μουλάρι) σάλιωνε το χιλιοδαγκωμένο μολύβι του και ετοίμαζε το χαράτσι. Άρχιζαν οι καβγάδες: οι χωρικοί δεν είχαν φράγκο, το πολύ πολύ μερικές πενταροδεκάρες για κάποιο αγαθό της πόλης ή για κινίνο και δυναμωτικά σιρόπια, άπαξ και η ελονοσία μάστιζε την ύπαιθρο, εξουθενώνοντας μικρούς και μεγάλους.
Οι γυναίκες ακολουθούσαν πεζή, βαδίζοντας ξυπόλητες επί χιλιόμετρα σε μονοπάτια κακοτράχαλα και άθλιους χωματόδρομους. Καθώς πλησίαζαν στα διόδια, έβγαζαν από τον κόρφο τους κάποιο μισολειωμένο ζευγάρι παπούτσια (πάντοτε μαύρα), ή παντόφλες χωρίς τακούνι, κάθονταν υπό την σκιά κάποιας αιωνοβίου πεύκης (σε τόπο συνηρεφή), σκούπιζαν τα πόδια τους με ένα ύφασμά που επείχε θέση μαντηλιού και προσπαθούσαν ακολούθως να βολέψουν τα ξεχειλωμένα πόδια τους μέσα στα παπούτσια τους ή τις εμβάδες.
Δίπλα από ένα τέτοιο περίπτερο για την είσπραξη των διοδίων, θυμάμαι μια κομψή, στενόμακρη, μαρμάρινη κατασκευή, με τετράγωνο κοίλο άνοιγμα στο πάνω μέρος (κι έναν μικρό σταυρό στην κορυφή), μέσα στο οποίο εφιλοξενείτο η εικόνα του Αγίου Νικολάου, προστάτη του μητροπολιτικού ναού της πόλης και του παρακείμενου Νεκροταφείου. Κάτω από την εικόνα, που την πλαισίωναν κεράκια, καντήλι και μπουκαλάκια με λάδι, υπήρχε μια στενή σχισμή, ενώ η σκαλισμένη στο μάρμαρο επιγραφή προέτρεπε τους διαβάτες:
«Ρίπτετε τον οβολόν σας εντός».
Καίτοι οι οβολοί σπάνιζαν μονίμως, οι γυναίκες των αγροτών, όταν κατά το απομεσήμερο, ακολουθώντας αντίστροφη πορεία, εγκατέλειπαν την πόλη, πλησίαζαν στο γενικώς απόκαλούμενο εικονοστάσι, και κάτι προσπαθούσαν να γλιστρήσουν ιεροκρυφίως μέσα από τη σχισμή: άλλα εικονοστάσια, πιο οικεία, τις είχαν ήδη προλάβει (και εξαντλήσει), δεδομένου ότι κατά τις ατέλειωτες οδοιπορίες τους στο βουνό, είχαν συναντήσει τέτοια λατρευτικά κτίσματά, δίπλα σε πηγές ή σε ξωκκλήσια, τα οποία μάλιστα (εν είδει γεωγραφικού οδοδείκτου) όριζαν την ακολουθητέα εκάστοτε πορεία, την κατεύθυνση, την επικείμενη στροφή, την απόσταση, τη διασταύρωση κ.ο.κ.
★★★
Από τα μέσα, περίπου, της δεκαετίας του ’50, τα εικονοστάσια αρχίζουν να μεταβάλουν χρήση, όψη και προορισμό. Αρχίζει δειλά δειλά η εποχή του ιδιωτικού αυτοκινήτου – και τα εικονοστάσια παρακολουθούν πλέον τις παγίδες των εθνικών μας λαιμητόμων, τις οποίες ξετσίπωτα (και ατιμωρητί) οι κρατούντες επιμένουν μέχρι σήμερα να αποκαλούν (αθώα, δήθεν) «εθνικές οδούς».
Σιγά σιγά αποβάλλουν τον λατρευτικό τους χαρακτήρα και καθίστανται μνημεία μνήμης των αδικοχαμένων. Στην άκρη του δρόμου, εκεί όπου η ανευθυνότητα και ιδιοτέλεια των αρμοδίων, η επιπολαιότητα και η ασχετοσύνη των οδηγών, το ολισθηρό οδόστρωμα, οι ανάποδες στροφές κ.ο.κ. δημιουργούν ιδεώδεις συνθήκες για δυστυχήματα, όπου κάι ξεκληρίζονται αθρόως οδηγοί,, συνοδηγοί ή και ολόκληρες οικογένειες – εκεί οι επιζώντες ανεγείρουν έκτοτε τα σύγχρονα εικονοστάσια.
Στην αρχή επρόκειτο για απλές σιδηροκατασκευές που προσπαθούσαν αδέξια να μιμηθούν μια μικρογραφία εκκλησίας ή μια επιτύμβια στήλη: η φωτογραφία τού νεκρού και το καντηλάκι (τον πρώτο καιρό και τα λουλούδια) αποτελούν τα απαραίτητα στοιχεία για να ανακληθεί η μνήμη του εκλιπόντος. Προϊόντος, όμως, του χρόνου το μάρμαρο (δηλωτικό της γενικότερης εθνικής ευημερίας) άρχισε να αποτελεί το αποκλειστικό κατασκευαστικό υλικό, για να ακολουθήσει σύντομα ή μοιραία (και αναισθητική) τυποποίηση της εποχής μας: η στήλη γίνεται πιο φαρδειά και χονδροειδής, ενώ αποκτά έναν τετράγωνο θαλαμίσκο με μια, αρκετά ευρύχωρη, κόγχη, η είσοδος της οποίας μιμείται κάποια βυζαντινίζουσα αψίδα, ή απλώς ένα νησιώτικο βόλτο. Η όλη κατασκευή επιστέφεται από έναν άγαμπτο τρούλλο, που στην πραγματικότητα χρησιμεύει για τη στήριξη ογκώδους σταυρού.
Μέσα στην κόγχη τοποθετείται, κορνιζαρισμένη, έγχρωμη φωτογραφία του νεκρού, ενίοτε αφού προηγουμένως υποβληθεί σε ειδική πλαστική επεξεργασία, ώστε να καταστεί αδιάβροχη, τα δε χρώματα να διατηρηθούν επί πολύ. Ένα βαζάκι με πλαστικά λουλούδια, θυμιατήρι και εικόνες αγίων συμπληρώνουν τον υπόλοιπο χώρο της κόγχης, η οποία ενίοτε κλείνει με ένα συρόμενο τζάμι.
Πού και πού βλέπουμε στις παρυφές των δρόμων εικονοστάσια μόνο με την εικόνα κάποιου αγίου: πρόκειται, πλέον, για ευχαριστήριο προσφορά (ή και τάμα) διασωθέντος, ο οποίος (αφού είδε τον Χάρο με τα μάτια του και, τελικά – άγνωστον, δε, πώς – εξήλθε, προς γενική κατάπληξη, σώος ή ελαφρά τραυματισμένος μέσα από τις στραπατσαρισμένες λαμαρίνες) σπεύδει να ευχαριστήσει τον άγιο της ημέρας, ή τον προστάτη του εν γένει άγιο.
★★★
Παρακολούθησα τη βαθμιαία πύκνωση και τη μετεξέλιξη των εικονοστασίων στα κράσπεδα των δρόμων κατά τη δεκαετία του ’60, πραγματοποιώντας με αυτοκίνητο (αρκετή μάλιστα, συχνά) τη διαδρομή Καβάλα – Θεσσαλονίκη -διαδρομή που μου ανακαλεί στη μνήμη,το εξαίρετο κείμενο του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη Από Θεσσαλονίκης μέχρι Σταυρού, δημοσιευμένου τα χρόνια εκείνα με ωραία, μεγάλα στοιχεία της κάσας, δεκαεξάρια, στο περιοδικό «Διαγώνιος».
Η οδήγηση απαιτούσε ικανότητες σχεδόν ακροβατικές, το δε ολισθηρόν του καταστρώματος θα μπορούσε να αποτελέσεί, διεθνώς, παράδειγμα προς αποφυγήν.
Υπήρχαν στροφές που θα τις ζήλευαν ακόμη και πίστες αυτοκινητιστικών αγώνων – όπως η περίφημη εκείνη στον Στρυμόνα, η προς Οφρύνιον, που δεν άργησε να εξαποστείλει στον άλλο κόσμο ημεδαπούς και αλλόθρησκους, καί να προσφέρει έτσι στην ελληνική λογοτεχνία το γνωστό μυθιστόρημα του Φ.Δ. Δρακονταειδή Προς Οφρύνιον.
Εννοείται ότι σταθερότατη είναι η παρουσία εικονοστασίων στις ισόπεδες διασταυρώσεις του σιδηροδρομικού μας δικτύου με τις εθνικές μας οδούς (αλλά και τις επαρχιακές, τις αγροτικές, ή και τους απλούς χωματόδρομους), έχω όμως παρατηρήσει ότι το φαινόμενο απαντάται πιο συχνά στην Πελοπόννησο, για λόγους οφθαλμοφανείς… Προ ετών, επιστρέφοντας μέσω της παλαιάς οδού από μια εκδρομή στο Ναύπλιο, σταματήσαμε σε μια ισόπεδη διασταύρωση τραίνου, δίπλα ακριβώς από ένα νεότευκτο εικονοστάσι. Καίτοι τα προειδοποιητικά ηχητικά σήματα ηχούσαν δαιμονιωδώς, τα φανάρια αναβόσβηναν συνεχώς και τα απαγορευτικά δρύφακτα είχαν αρχίσει να κατεβαίνουν, πολλοί οδηγοί πού ακολουθούσαν, κόρναραν, ωρύοντο και μας ελεεινολογούσαν για την ατολμία μας. Τότε ο Πάτροκλος, άνθρωπος με πηγαία την αίσθηση του χιούμορ, κατέβηκε από το αυτοκίνητο, πλησίασε βλοσυρός τον φύλακα της διασταυρώσεως και με ύφος επιθεωρούντος τον ρώτησε σοβαρότατα:
– Πόσες συγκρούσεις έχετε στο ενεργητικό σας;
★★★
Τα εικονοστάσια εξαπλώθηκαν προοδευτικά σε ολόκληρη την ενδοχώρα, εντύπωση πάντως προκαλεί η συχνή παρουσία τους σε νησιά, όπου συνήθως το σύνολο του οδικού δικτύου που διαθέτουν, μόλις και υπερβαίνει τα λίγα χιλιόμετρα.
Έτσι στον περιφερειακό της ημετέρας νήσου, δίπλα σε ερατεινούς κολπίσκους, απέναντι από τη νεόκτιστη, θηριωδών διαστάσεων εκκλησία του χωριού, ένα μικρό εικονοστάσι προσπαθεί να συντηρήσει τη μνήμη νέου, που σκοτώθηκε προσφάτως με μηχανάκι…
Στον ορεινό δρόμο (ορεινός είναι τρόπος του λέγειν) σφηνωμένο στο ανάχωμα κάποιος στροφής βολεύτηκε το εικονοστάσι με τη φωτογραφία του φονευθέντος νεαρού αγροτικού γιατρού, που εκλήθη επειγόντως μεταμέσονυκτίως να βεβαιώσει τον επελθόντα θάνατον γραίας. Οι συνάδελφοί του συγκέντρωσαν χρήματα και ο ανθοπώλης του τόπου ανέλαβε να τοποθετεί φρέσκα λουλούδια στη βάση τής στήλης, όπου χαράχτηκε η φράση: ΔΙΟΝΥΣΗ ΘΑ ΣΕ ΘΥΜΟΜΑΣΤΕ ΠΑΝΤΑ ΜΕ ΑΓΑΠΗ
Πέρασα από εκεί προσφάτως. Υπήρχαν τέσσερα βάζα με πλαστικά λουλούδια, τα δύο εκατέρωθεν μικρού αετώματος, στο οποίο απέληγε η στήλη. Μια τεράστια συκιά, με μαύρα γλυκύτατα σύκα, αγκάλιαζε κυριολεκτικά το εικονοστάσι. Μέσα στην κόγχη η εικόνα του ομώνυμου αγίου, το μπουκαλάκι με το λάδι για το καντήλι, λουμίνια, αναπτήρας, μερικά κέρματα και η φωτογραφία του γιατρού. Μου έκανε εντύπωση το βλέμμα του – άκρως μελαγχόλικό και απόκοσμο, μοιάζει να έχει προ πολλού συμβιβασθεί με τα επέκεινα…
Λίγα μέτρα παραπάνω, ακριβώς στην κορυφή της στροφής, ανάμεσα από αγριόχορτα, χώματα και πέτρες μόλις διακρίνεται ένα παραμελημένο εικονοστάσι από στράτζαρισμένη λαμαρίνα (κατασκευή που παραπέμπει στη δεκαετία του ’70, μάλλον): το τζάμι έχει θολώσει και παραμένει σφηνωμένο στις οξειδωμένες αύλακες, ώστε είναι αδύνατον να δούμε τι προστάτευε κάποτε…
Προς την ανατολική πλευρά του νησιού πληθαίνουν κάθε χρόνο τα εικονοστάσια εις μνήμην νέων, που φονεύονται σταθερώς ετησίως με ενοικιαζόμενα μηχανάκια…
Δύο άλλα έχουν στηθεί δίπλα δίπλα. Το ένα είναι τελείως γυμνό, δεν υπάρχουν αναθήματα ή κτερίσματα που να παραπέμπουν στα του θανάτου λάφυρα. Στη στήλη διαβάζεται η εγχάρακτη φράσή … TO MARK A JASMAHAL LOVING YOU ETERNALLY PIERRE.
Το άλλο, αντιθέτως, είναι καταστόλιστο. Στη βάση του έχουν ρίξει λίγο μπετόν, πάνω στο οποίο (όπως συνηθίζεται στα νησιά) έχουν σχηματίσει με ασβέστη ασύμμετρες επιφάνειες. Σε καταλλήλως αφημένες οπές θάλλει ήδη ένα κυπαρίσσι, έχουν φυτευθεί βασιλικοί, καθώς και μωβ λουλουδάκια εποχής. Δύο μικρές ασβεστωμένες πέτρες παραστέκουν ένα πλαστικό, γαλάζιο καραβάκι, ενώ στη βάση ένα σύγχρονο καντήλι καίει αενάως. Μέσα στην κόγχη βρίσκεται η φωτογραφία ανδρός περί τα σαράντα πέντε, κάτω από την οποία έχει τοποθετηθεί ένα πετσετάκι με χειροποίητη δαντέλα. Υπάρχουν ακόμη εικονίσματα, πλαστικά λουλούδια, και μία, επίσης από πλαστικό, μινιατούρα μοτοσυκλέτας – όπως αυτές που βρίσκουν τα παιδιά μέσα σε γλυκά, ή σε σοκολάτες. Πρόκειται, άραγε, για έναν ναυτικό, που σκοτώθηκε με μηχανάκι, ή μήπως το μικρό παιδί προσφέρει στον εκλιπόντα πατέρα του ένα του παιχνιδάκι;
Το είδα αυτό το παιδί, τυχαία, κάποιο σούρουπο. Στεκόταν μαζί με πέντε κορίτσια διαφόρων ηλικιών, ντυμένα όλα στα μαύρα, μπροστά στο εικονοστάσι. Στο κέντρο βρισκόταν μια γυναίκα, επίσης μαυροντυμένη. Παρέμεναν όλοι σιωπηλοί και ακίνητοι, παρά τη φοβερή φασαρία που δημιουργούσαν με τα κορναρίσματα και τα μεγάφωνά τους τα διερχόμενα αυτοκίνητα – παρέμεναν σε μια στάση, σαν να τελούσαν ένα ασυνήθιστο μνημόσυνο, χωρίς την παρουσία ιερέως.
Παρατηρούσα εξ αποστάσεως το βλέμμα της γυναίκας: θλιμμένο, απελπισμένο, εν απογνώσει, αλλά και κάπως οργισμένο. Κινούσε ρυθμικά τα χείλη, με κλειστό το στόμα. Δεν ξαίρω γιατί, αλλά είχα την αίσθηση ότι έψεγε τρυφερά τον νεκρό, τον μάλωνε, ψιθυρίζοντάς του γλυκά εκείνο το παλιό μοιρολόι της Τριφυλίας:
Για πες μου, τι του ζήλεψες αυτού του Κάτου κόσμου;
Ευτού βιολιά δεν παίζουνε, παιχνίδια δεν βαρούνε,
αυτού συνδυό δεν κάθουνται, συντρείς δεν κουβεντιάζουν,
είναι κι οι νιοι ξαρμάτωτοι, κι οι νιες ξεστολισμένες,
και των μανάδων τα παιδιά σα μήλα ραβδισμένα…
Εφημερίδα Τα Νέα, 29/08/ 2001
Συμπεριλήφθηκε στη συλλογή διηγημάτων Ο οβολός και άλλα διηγήματα
Αναδημοσίευση από: https://sarantakos.wordpress.com/2024/12/08/hxp-2/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου