Ξετυλίγω την ιστορία μου,
και σε κλείνω σπίτι, σε κοιμίζω.
Τα φώτα του δρόμου χαμηλά.
Μια εφημερίδα πεταμένη δείχνει
τη διάθεση της στιγμής.
Μυγδαλιές ανθίζουν απότομα,
οι αδελφές σου δακρύζουν.
Εσύ αγέρωχη κοιτάζεις
τα καθημερινά θαύματα.
Και τι πεταλούδες μέσα στο σπίτι
– τα θαύματα του Θεού μας αγγίζουν.
Υποψιάζομαι ότι αυτά τα πολύχρωμα
λεπιδόπτερα, αυτές οι ψυχές
είναι οι λέξεις μας.
Πάλι βρέχει και με φιλάς αδιάφορα
κοιτάζοντας πίσω απ’ την πλάτη μου
τις επόμενες μέρες να συνωστίζονται
στην πόρτα. Μαζί έρχεται και ένα άλογο,
ένα παράλογο, λευκό κι αγριεμένο.
Ο καιρός χειροτερεύει, οι τηλεοράσεις παίζουν
στο φουλ. Σε άλλο πλάνο είμαι ποδοσφαιριστής.
Με χιόνι, τρέχω κλωτσάω
τη σκέψη μου, τη στέλνω στα δίχτυα.
Κλαίνε, ουρλιάζουν οι φίλαθλοι.
Για εκείνη την παρεξηγημένη Πέμπτη,
την άχρωμη, που σε περίμενα,
και συνέβησαν αυτά τα μαγικά,
είδα το πόδι του χρόνου.
Από τη συλλογή «Ο αθλητής του τίποτα» (1997).
Πηγή: «Γιάννης Κοντός, Τα ποιήματα (1970-2010)», εκδ. Τόπος 2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου