ΠΑΙΓΝΙΩΝ ΠΑΙΓΝΙΑ (από τη συλλογή του Παντελή Μπουκάλα ΡΗΜΑΤΑ, Άγρα 2009)
Να γίνει η φύρα φύραμα;
Ζυμάρι για καινούρια όνειρα η φθορά;
Την ερημιά να σπείρει να καλλιεργήσει
η ρίμα;
Μωρ’ μια χαρά τα λες εσύ
και τα ταιριάζεις βολονταριστάκο μου.
Αλλά τα πράγματα πιο ζόρικα απ’ τα γράμματα
κι από τα παιχνιδίσματά τους
και δεν αρκεί η μηχανή του ήχου.
Έχουν το πείσμα τους τα πράγματα
Μηδέ σε καλοπιάσματα ενδίδουν
σε μεταμεσονύκτιες εκκλήσεις απονενοημένων
μηδέ στις σολομωνικές της μούσας.
Μην δα και το πιστέψεις
πως μόνος του τη μοίρα του ορίζει
ο λογοθέτης
τη στρέφει του χεριού του την αλλάζει.
Αστείο και να πεις.
Καν ο Θεός όποιο κι αν είναι το όνομά του
δεν τα κατάφερε εντέλει να λέει – να γίνεται
πάλι να λέει – να ξεγίνεται.
Αν, λέω, αν τα ’χε καταφέρει ο πηλουργός του
μ’ ένα του λόγο θα σε είχε πια ξεκάνει,
δεν θα ’σουν τώρα εδώ να του ανταρτεύεις
τη γλώσσα να του βγάζεις και να τον περιγελάς.
Ή πάλι, παντογνώστης,
έγκαιρα τη δική του γλώσσα θα ’κοβε θα κατάπινε
μη σε ονομάσει και φανείς,
στη γάγγραινα της σιωπής θα σε παρέδιδε
για να πεθαίνεις στην αιωνιότητα
πριν καν υπάρξεις.
Πλην τώρα υπάρχεις επιθυμητή μου,
κι έχεις να ζεις να παίζεις και να γίνεσαι ό,τι χάνεις.
Τι άλλο η δεδικασμένη ανθρωποσύνη σου.
ΕΡΩΣ / ΚΑΙΡΟΣ / ΤΑ / ΜΑΤΙΑ / ΣΟΥ:
πέντε λέξεις είναι βαριές κι ατίμητες, αν έχουν νόημα καρδιάς αιματωμένο!..
Οι άλλες όλες υπήρξαν για να υπάρξουν αυτές οι πέντε
Θα πρέπει να τραγούδησε πολύ τον έρωτα
πώς τήκονται τα σώματα όταν σμίγουν
πώς ορφανεύουνε στο χωρισμό
ανόητα μισά δίχως το σύμβολό τους
και πώς τραντάζεται η καρδιά όταν φυσάει ο πόθος
Και της παρέας το κρασί,
πώς γλύκαινε η καρδιά όσο το γευόταν,
κι αυτό θα πρέπει να το τίμησε
με τους ρυθμούς και με τις λέξεις του
Αλλιώς πώς του Ανακρέοντα συγκαιρινός και συμπολίτης
Κι ίσως να μίλησε και για τον πόλεμο,
αρνητής, ή πάλι εμψυχωτής της πόλης του ενθουσιασμένος
Κι ίσως τα λόγια του να γίνονταν κοινά, αγαπημένα,
να τα διαβάζανε στους μαθητές οι δάσκαλοι
υποδείγματα
να τα τραγούδαγε η συντροφιά στο γλέντι της
Κι α ναι, θα πίστεψε κι αυτός
όσο τραγούδαγε κι όσο τον τραγουδούσαν
πως πια δικός του ο χρόνος ο μελλούμενος κατακτημένος
γραφή βαθιά σε πέτρα πάνω εύθραυστη
να μην τη σβήνει τίποτα
Τίποτα δεν απόμεινε
Τ’ όνομα μόνο
Κι ένας στίχος ορφανός,
απ’ τους παλιούς που θα ’γραψε ο έρμος
Το στίχο ετούτο δεν τον έψαξα ποτέ να εξακριβώσω
Ας μένει ελεύθερη η φαντασία, ας υποθέτει
Να, πώς μονάχος έκαψε τα λόγια του ο τεχνίτης
κι άφησε πίσω του ισχνό ένα σήμα, ελάχιστο
Και πέντε λέξεις, θα ’θελε να πει,
και πέντε λέξεις είναι βαριές κι ατίμητες
αν έχουν νόημα καρδιάς αιματωμένο
κι αρκούν για να ιστορήσουν έναν άνθρωπο
Οι άλλες όλες
υπήρξαν για να υπάρξουν μόνο οι πέντε
Έρως. Καιρός. Τα μάτια σου
…………………
[ΠΥΘΕΡΜΟΣ Ο ΤΗΙΟΣ από τη συλλογή του Παντελή Μπουκάλα ΡΗΜΑΤΑ, εκδόσεις Άγρα 2009]
ΣΤΗΝ ΞΕΝΙΤΙΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ (από τη συλλογή του Παντελή Μπουκάλα ΡΗΜΑΤΑ, Άγρα 2009)
Τυχαία ώρα. Τυχαία πλατεία. Τυχαία Ελλάδα.
Πάντως Κυριακή,
τότε που δέεσαι στο χρόνο να ειρηνέψει.
Στα παγκάκια, μισοί να κάθονται, μισοί ανεβασμένοι.
Αλβανοί.
Τώρα μιλάνε δυνατά
και ξαναβρίσκουν όσα έκρυψε φοβισμένος ο καιρός της σιωπής.
Ξενιτεμένοι μες στη γλώσσα τους.
Οι εδραίοι δεν της αποδίδουν σημασία,
καν δεν την διακρίνουν
γι’ αυτό κι ελευθερώνει ορμητικό τον ήχο της.
Στο θάλαμο τηλεφωνούν. Φιλιππινέζοι. Μάλλον.
Διπλά ξενιτεμένοι αυτοί της γλώσσας και του δέρματος
δεσμεύουν τη φωνή τους
αθόρυβοι διασχίζουν το ακίνητο βλέμμα μας.
Συλλέκτης μάταιος επεισοδίων,
παίρνεις να γράφεις σιωπηρά, δίχως χαρτί ή μολύβι,
λες ξαναλές τις φράσεις μη χαθούν,
έχει ραγίσει ο ρυθμός, κομπιάζει η μνήμη.
Εκείνο το βαρύ το αγενεαλόγητο:
«Πατρίδα του ποιητή η γλώσσα του»
σου τρώει το νου τον φαρμακώνει.
Μα ποια πατρίδα.
Λέξεις και λέξεις πάλι λέξεις.
Ιθαγενής του κενού,
μετράς, διπλή-τριπλή η ξενιτιά της γλώσσας
όταν γράφεται.
Να μένεις έξω μακριά απ’ ό,τι πόθησες
ό,τι σχεδίασες πριν το αναθέσεις στα ρημάτια.
Να μένεις έξω μακριά
απ’ όσους δεν νοούν τη γλώσσα σου
σε άλλον ήλιο γεννημένοι
Έξω μακριά κι απ’ τους ομόγλωσσους
που διασχίζουν την παλιλλαλία σου αδιάφοροι.
Μια ξενιτιά η πατρίδα σου.
Σαν έρωτας που τον ζητάς μόνο για να τον χάσεις.
ΚΑΠΝΟΣ ΑΙ ΗΜΕΡΑΙ ΜΟΥ
Μα τι θαρρούν οι άκαπνοι.
Πως έτσι απλά κόβεται το ρημάδι
τάχα υπόθεση δαχτύλων και συνήθειας;
Πώς σημαδεύεις με την κόκκινη γραμμή
ένα τσιγάρο
το κυκλώνεις και καθαρίζεις
απαγορεύεις αποκλείεις οστρακίζεις;
Χορτάρι λένε πως καπνίζουμε ή χαρτί;
Λέξεις καπνίζουμε.
Όσες μας δόθηκαν ακέραιες να πανηγυρίζουν
κι όσες απόμειναν χλομές.
Και ιστορίες.
Τις τρεις, τις πέντε ιστορίες
που απαρτίζουν έναν άνθρωπο.
Φιλιά και λέξεις.
Παρέες γέλια ανέκδοτα τραγούδια μοιρολόγια
κρασί και τσίπουρο φαρμάκια
γονατισμένες μνήμες κομμένους δρόμους
όνειρα διψαλέα ηττημένα όνειρα
πρόσωπα ανεπίστροφα
το τρέμουλο του πρώτου αγγίγματος
τον τρόμο του στερνού.
Αυτά ο καπνός μας
αυτά το σήμα του το ευανάγνωστο.
Καν σπίρτο δεν χρειάζεται καν αναπτήρας.
Αρκεί μια σπίθα τοσηδά απ’ την τριβή του νου
στης μνήμης μας την πέτρα πάνω.
Γερνάει ωστόσο ο καιρός αγκομαχάει το αίμα
μαχαίρι λένε οι γιατροί
ρουφώντας τον καπνό τους απολαυστικά.
Μαχαίρι. Πού το πρόβλημα.
Θα υπάρχουν πάντα ιστορίες να καπνίζουμε από μέσα μας
ή, σε άλλα ελληνικά ωμότερα,
θα υπάρχει πάντα βίος για να ζήσουμε από μέσα μας.
Πλην κάποτε καπνίζουμε τον εαυτό μας να καπνίζει
ποζάροντας σε άφαντο καθρέφτη
ντυμένοι ύφος μελαγχολικό, περίσκεπτο.
Αλλά και τότε την αλήθεια μας καπνίζουμε,
μόνο δεν έχει αίμα ο καπνός.
[από τη συλλογή του Παντελή Μπουκάλα ΡΗΜΑΤΑ, εκδόσεις Άγρα 2009]
ΕΝ ΚΑΤΑΓΕΙΩ ΟΙΚΗΣΕΙ ΣΠΗΛΑΙΩΔΕΙ (από τη συλλογή του Παντελή Μπουκάλα ΡΗΜΑΤΑ, Άγρα 2009)
Γυάλινη τελικά η σπηλιά μας. Αστραφτερή.
Κατάγεια βέβαια,
κι ας είμαστε εγκάτοικοι των πάνω ορόφων.
Δεσμώτες χρυσωμένοι
άλλος εκούσια άλλος παραιτημένος
άλλος απ’ τη βιοτή του ξοδεμένος.
Ν’ ανάβουμε με νυσταγμένη την ψυχή
πριν κι απ’ το φως την τηλεόραση
μήπως και δανειστούμε φλόγα ή βίο.
Να καταπίνουμε σκιές σκιών ομοιωμάτων ομοιώματα
και να φρονούμε άφρονα ότι αυτός ο κόσμος.
Γυάλινο το κουτί να μας αλέθει
κι εμείς καθηλωμένοι απ’ την ψευδαίσθηση
ότι το κυβερνάμε.
Ποιος Πλάτωνας λοιπόν.
Ο Καζαντζίδης.
Να σου δώσω μια να σπάσεις…
Προτού το γυάλινο κουτί μας παραδώσει
σκιά σκιάς στο ξύλινο –
ΚΡΙΜΑΤΑ
Κάποιος με βλέπει τούτη τη στιγμή
Να ασφυκτιώ να απελπίζομαι
και να γελώ το γέλιο μάσκας
Να οδεύω προς ό,τι υποτίθεται πως κοροϊδεύω.
Να βρίζω καταπίνοντας τις λέξεις
μην και βαρύνουνε στον ήχο τους
να τρίβονται τα δόντια και να σπάνε
από τον άφωνο τον άπραγο θυμό
Να πλήττω όσο δηλώνω πληγωμένος
Να καίγομαι τα πάντα δίνοντας
πλην και στα πάντα να υπάρχει
ένα υπόλοιπο, πεισματικά αμετάδοτο,
βαθύτερο κι από τον μαύρο
τον πιο μαύρο εαυτό μου
Ν’ ανάβω ένα τσιγάρο απ’ τα κομμένα
κλεφτά απ’ τον εαυτό μου
να πίνω σε ποτήρι του νερού τάχα νερό
να δέρνομαι απ’ το μίσος το αυτότυφλο
και πόθοι ανήμεροι ανίεροι να με ανεμοδέρνουν
να ουρλιάζω να βουλιάζω να ουρλιάζω
να βλαστημάω όλους τους θεούς
ζώντες κεκοιμημένους
να διαολίζομαι
να σκευωρώ να μηχανεύομαι να με δοξάζω
να εμπαίζω να γκρεμίζω να εμπαίζομαι να με γκρεμίζω
να ασχημονώ εν λόγω εν έργω και εν διανοία
να οφθαλμοπορνεύω να τρυγάω να ληστεύω
οι τύψεις να με τεμαχίζουν για ό,τι έγινε για ό,τι δεν
να βρίσκω αίμα πλούσιο στο ψέμα
να γράφω μοιρολόγια δίχως λέξεις καν χαρτί
να σημαδεύω τις στιγμές
να λέω τούτη δω ποτέ δεν θα λησμονηθεί
και σε δυο μήνες τρεις ομίχλη μόνο
Το μαύρο μου να γδέρνω και να βρίσκω μαύρο
Κάποιος με βλέπει
Αλλά εφόσον δεν τον βλέπω δεν υπάρχει.
Και τραβάω, τραβάω το τόξο, το τεντώνω.
Αν και στο τέντωμα δεν αληθεύει ο βίος μου
εκεί που πάει σπάει κομματιάζεται ο χορδή
πού πότε;
[από τη συλλογή του Παντελή Μπουκάλα ΡΗΜΑΤΑ, εκδόσεις Άγρα 2009]
ΕΝΤΟΥΤΟΙΣ (από τη συλλογή του Παντελή Μπουκάλα ΡΗΜΑΤΑ, Άγρα 2009)
Κι είναι φορές που ο θάνατος σου φαίνεται αστείο
-καν βλακώδες.
«Υπάρχω» - συλλαβίζεις ό,τι υπάρχεις κι όπως.
Κι αρπάζεσαι από το πιθανό ή το δυνάμει.
Και υπάρχεις – όπως.
Αφού μια πιθανότητα η ύπαρξη, ένα εν δυνάμει.
Κι είναι φορές που φτάνει αυτό και σε πληροί.
Κι είναι φορές που φτάνει πια,
όλο η ζωή σου να πληρώνει, η ζωούλα σου.
Τεμαχισμένος.
Έτσι μονάχα ακέραιος. Και ληστεμένος.
Έτσι μονάχα η απληστία σου
για αγάπη να τελετουργείται.
Είναι φορές που ό,τι ανθρώπινο μοιάζει ζωώδες
-κι ας θεϊκό.
Αν υποθέσουμε πως οι θεοί
είναι απλώς όσοι αποφάσισαν να θανατώσουν τη ζωή τους
όσο τους λάτρευαν αθάνατους.
Πάντα στο έγκαιρο η θεότητα.
Κυρίως όταν ανθρωπεύει.
ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
Αντέχεις ρε καρδούλα
Κι όταν στεγνώνεις πια
να κλαις όλο να κλαις
κι όταν απεγνωσμένη κλωναράκι αποζητάς
να κρατηθείς
και δεν το βρίσκεις.
Κι όταν λυσσάει ο θάνατος
τσακίζεται η κλεψύδρα
τρώει η θάλασσα την άμμο της ζωής μας
και συντριμμένη καταντάς να λες το ανάγωγο
ότι για πλάκα ζούμε
ώσπου μια πλάκα να μας περιλάβει.
Κι όταν κελύφη οι λέξεις άπορες
και θριαμβεύει η τέφρα
Αντέχεις
Κι όταν μετράς πληγές σκιές κι ο χρόνος εξαντλείται
Κι όταν ραγίζουν σπάνε οι φίλοι αποχωρούν
κι όταν το αίμα σου διχάζεται
θολώνει τη φωνή του ξεμακραίνει
κι όσα βαθιά εμπιστεύτηκες φυραίνουν ματαιώνονται
κι όταν η αγάπη παραδέρνει αλειτούργητη
αντέχεις ρε καρδούλα
κι όταν
Λόγος πιο ώριμος
δεν έτυχε, δεν μου δωρήθηκε
Να μη σου δώσει ο Θεός όσα μπορείς ν’ αντέξεις
Κι είναι πολλοί πανάθεμα οι θεοί
όσα τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου
Ώστε άλλο τρόπο δεν μπορώ
παρά τον ήδη εξεργασμένο
Τι ναν του κάνω του Θεού, που ’ναι ψηλά κλεισμένος!
Ας κατέβει ο κερατάς να με συναπαντήσει
να κάψω του τα σωθικά με βόλι πυρωμένο,
χειρότερο απ’ την αστραπή, του τρισκαταραμένου
Μα ποιο το βόλι που τρυπάει μια τρύπα.
[από τη συλλογή του Παντελή Μπουκάλα ΡΗΜΑΤΑ, εκδόσεις Άγρα 2009]
ΤΙΜΑΛΦΗ (από τη συλλογή του Παντελή Μπουκάλα ΡΗΜΑΤΑ, Άγρα 2009)
Μια αγριάδα που τρυπάει την άσφαλτο και ανταρτεύει
πανηγυρίζει στη σκιά του γερασμένου αυτοκινήτου
και προς τον ήλιο αυθόρμητα κινεί.
Ένα αδέσποτο σκυλί που ακολουθεί τον ίσκιο σου
να σε διδάξει στη βουβή του γλώσσα
ότι τα πλάσματα δεν έχουν οριστεί της μοναξιάς
Κείνη η ροδιά που τρεις γενιές κρατάει αφρόντιστη
για να δωρίζει τον καρπό εόρτιο και πένθιμο
-δεν έχει αίμα η διαφορά
μέσα στον θανατοσυνάρτη χρόνο
Ένα σπουργίτι που επιμένει - επιμένει - επιμένει
να χτίζει ενδέκατη φορά φωλίτσα
που την τσακίσαν ήδη δέκα
Όσα τηλέφωνα δεν σβήνεις στην τριμμένη ατζέντα
πείσμα εγείροντας στο θάνατο τον κατεσθίοντα
κι ας μην στην άλλη άκρη σώζεται φωνή και ανταπόκριση.
Ένα φιλί που κόβει την πνοή
ως δένει το παράπονο με την παραφορά
κι απ’ τα κομμάτια της
απ’ την αρχή τον κόσμο σχηματίζει
Μα ποιος το είπε πως ο βίος νήμα.
Ένα υφαντό.
Ακόμα και στο ξήλωμά του,
νόημα αιμορραγεί και ανασταίνει.
ΟΨΟΜΕΘΑ
Μόνο η μνήμη έχει πια να μου προσφέρει
Στιγμές πυράς, πίκρας στιγμές ευλογημένες.
Δεν θέλω καν να ξεχωρίζω
Τι και πώς
Δεν ξέρω πια ποια η πυρά και ποια η πίκρα.
Όλα πικρή πυρά πύρινη πίκρα
όλα εγώ όπως διαφεύγω προς το τίποτα –
ένα εγώ που ήταν πάντοτε των άλλων
που ήταν πάντοτε οι άλλοι
Δεν είναι λέξεις ανοιχτές αυτές
σεληνοφώτιστες ηλιοαναλωμένες
μα είναι οι λέξεις μου
Αποσυρμένες, μάταιες, εγγαστρίμυθες
Λέξεις που δεν θα γίνουνε ποτέ
ζεϊμπέκικο – καν μοιρολόι
Αλλ’ έτσι – έτσι η αγάπη·
εγγαστρίμυθη
Φωνή που κατοικεί στα σωθικά και τα λεηλατεί
Φωνή που ακούγεται σωπαίνοντας
Φωνή σαν του αηδονιού
όταν το αηδόνι αυτοκτονεί
για ν’ ακουστεί πιο δυνατά το πένθος στο τραγούδι του
Γιατί έτσι - έτσι ο βίος
Ένα «οψόμεθα» που ο τυφλός το συλλαβίζει
[από τη συλλογή του Παντελή Μπουκάλα ΡΗΜΑΤΑ, εκδόσεις Άγρα 2009]
ΚΑΝΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΠΟΤΕ ΤΟΥ ΔΕΝ ΤΟΛΜΗΣΕ ΝΑ ΠΕΙ ΠΩΣ ΑΛΗΘΕΥΕΙ ΜΕ ΤΟ ΨΕΜΑ ΤΟΥ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ (γι’ αυτό και συνεχίζουμε να γράφουμε):
Κανένα ποίημα δεν είπε δεν θα πει
το σπαραγμό στο βάθος του
εκεί που κατοικεί γυαλί τριμμένο
Κανένα ποίημα ποτέ του δεν απέδωσε δεν θ' αποδώσει
τον άνθρωπο
γυναίκα άντρας που φεύγει απ' τη δουλειά
ο ήλιος νυχτωμένος
και σπίτι του τα πόδια του πεισματωμένα
δεν τον στρέφουν
τον περιμένουν δεν τον περιμένουν
και να χαθεί, αυτό ποθεί,
κομμάτια κομματάκια να μηδενιστεί
γιατί έχει νύχτα μέσα του αυθόρμητη
βαρύτερη απ' του ήλιου
κι έχει το δέρμα πέτρινο από μια θλίψη
πού της περιττεύουν οι αιτίες
Κανένα ποίημα ποτέ του
δεν τραγούδησε και δεν θα τραγουδήσει
την αγωνία όποιου αγαπά και δέεται
να φύγει γρήγορα να φύγει ο χρόνος
όσον γεωργεί σμιγμένος με την αγαπώ του
για να ’ρθει γρήγορα πιο γρήγορα να ’ρθει
ο άλλος χρόνος ο επόμενος
να σμίξει πάλι με την αγαπώ
να γεωργηθούνε
Κανένα ποίημα ποτέ του
δεν ιστόρησε και δεν θα ιστορήσει
τον πανικό να μη θυμάσαι
καν τι μήνας ποια η μέρα
έτσι όπως τα φύλλα στο ημερολόγιο
καθηλωθήκαν στο φθινόπωρο
Κανένα ποίημα ποτέ του δεν ετόλμησε
δεν θα τολμήσει να το πει
πως αληθεύει με το ψέμα του ο άνθρωπος
- και δίχως όχι
Κανένα ποίημα ποτέ του δεν υψώθηκε και δεν θα υψωθεί
όσο χελιδονάκι ταπεινό χωμάτινο
που απ' το πολύ το μαύρο του ολολευκαίνεται
Κανένα
Γι' αυτό και συνεχίζουμε να γράφουμε
(ΑΝΕΦΙΚΤΟ από τη συλλογή του Παντελή Μπουκάλα ΡΗΜΑΤΑ, εκδόσεις Άγρα 2009]
ΤΟ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΣΥΛΛΑΒΟ ΚΟΡΜΙ ΣΟΥ, ΘΑΛΑΣΣΙΤΣΑ ΜΟΥ, ΝΑΙ ΤΟ ΛΙΜΠΙΖΟΜΑΙ:
Ούτε τα σκέλη της δεν μ’ έχουνε σκεφτεί – όταν αυτονομούνται
όταν προλαβαίνουν τις πλεκτάνες του μυαλού,
τα σενάρια που όλο τυλίγει ξετυλίγει
μισό να ντρέπεσαι, μισό να ασχημονεί
επιτέλους ελεύθερος, ώρα νυκτός.
Το δεκαπεντασύλλαβο κορμί σου, θαλασσίτσα μου,
ναι, το λιμπίζομαι.
Αλλά, επειδή γραμμένος της απόγνωσης,
που παναπεί της άρνησης στα ελληνικά του πόθου,
σε ζωγραφίζω απλώς,
απελάτης που σε επισκέπτομαι όταν απουσιάζεις.
Σε ζωγραφίζω δίχως να σε ξέρω,
δίχως να συλλαβίσω τις αρθρώσεις σου,
των κόλπων του τα αρμυρίκια, καν τ’ όνομά σου.
Μικρότερος από τον πόθο μου πάντα – και τώρα.
Σωστά. Έτσι το πρέπον και το λογικό –
αν τέμνονται αυτά τα δυο βεβαίως
αν έχουνε κοινή ζωή.
[ΑΝΑΡΜΟΣΤΟ από τη συλλογή του Παντελή Μπουκάλα ΡΗΜΑΤΑ εκδόσεις Άγρα 2009 από τη 2η ενότητα της συλλογής με ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ όπως:
Πώς γίνεται λοιπόν με το ’να χείλι να φιλήσεις; ή
ΕΙΔΕΣ ΠΟΤΕ ΣΟΥ ΤΗ ΦΩΤΙΑ ΤΑ ΚΑΡΒΟΥΝΑ Ν’ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΙ;
Και κλαίω. Απλό είναι πες.
Ένα γράμμα παραπάνω. Στο λέω, το ρήμα που μας κριματίζει
αφού τα λόγια της αγάπης απ’ την αγάπη πιο ελευθερωμένα.
Κάπα. Μπορεί και κόκκινο, όπως το θυμωμένο αίμα της αγάπης.
Μπορεί και κάρβουνο, που υπάρχει για ν’ αναλωθεί
που υπάρχει μόνο αν αναλώνεται.
Μπορεί και κόμπος. Στο λαιμό.
Και στην ψυχή. Φαρμάκι κόμπος.
Ν’ αδειάζουν να τεφρώνονται όσα ειπώθηκαν,
κι όσα απόμειναν αμίλητα,
όσα φιλιά ορφάνεψαν αφίλητα,
να γίνονται βουνό να με πλακώνουν,
όλο θεριά βουνό κι όλο γκρεμούς καταποτήρες.
Και κλαίω.
Και τρώω τη σάρκα μου όπου την άγγιξες,
όπου την κυριολέκτησες,
για να πληθύνω μάτια μου,
για να πληθύνω μες την ερημιά
που ιδρύει το χαμογέλιο σου όταν κλειδώνει.
Βράδυ, και να μεθάω μ’ ό,τι πιο δυνατό –
το δάκρυ σου έτσι όπως γίνεται δάκρυ μου.
Και το πρωί να μ’ ανασταίνει η πιθανότητα,
η προσδοκία μιας παράλληλης συνύπαρξης,
δημόσιας ή διχασμένης,
όταν τα μάτια δεν ωριμάζουνε σε βλέμμα
κι οι λέξεις χτυπάνε στο χαλκό του υπαινιγμού
και εποστρακίζονται
-φωνήεντα που αν δεν συμφωνηθούν δε θα σημάνουν.
Πουλί πουλάκι παραπονεμένο μου
αν σ’ αγαπούσα αλλιώς κι αν όχι τόσο,
ανάλμυρη τη θάλασσα θα ’πρεπε να υποθέσω
και την πληγή αναίμακτη,
και την αγάπη να εικάσω λεία κι ομαλή.
Μα πώς να εικάσω άδεια τη σελήνη
όταν η μήνη της ρίχνεται καταπάνω μου,
με τρυφερότητα αδυσώπητη με κομματιάζει,
και σαν παλιό θεό το μακρυσμένο χέρι σου
πάλι με σχηματίζει ακέραιο,
ακέραιο να με ξαναπροσφέρει λεία στο δρεπάνι σου.
Είδες ποτέ σου τη φωτιά
τα κάρβουνα ν’ απαγορεύει;
[ΚΑΠΑ από τη συλλογή του Παντελή Μπουκάλα ΡΗΜΑΤΑ, εκδόσεις Άγρα 2009]
Αναδημοσίευση από: https://ai2avatongar.blogspot.com/2019/05/blog-post.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου