Κάτω απ' το στρώμα μου
κρύβω ένα μαχαίρι
Χρόνια τώρα
κάποιος μου το 'δωσε
μέσα στον ύπνο μου
δεν ξέρω ποιος
Χώμα δε βρίσκω
να το θάψω
και γυαλίζει
*
Τρείς το πρωί
πού να βγεις και πού να πας
και πώς περνάει ακόμα
τα εκατομμύρια ο κόσμος
πού εκρύφτηκε
και πού θα τους ανταμώσω
ξέχασα και το σύνθημα
Όμως θα βγω
τα μαύρα βελούδα της νύχτας
θα τα σκίσω
θα τα κάνω σφουγγαρόπανα
για να τα πάρουν
οι παραδουλεύτρες το πρωί
σάβανα να τα ράψουνε στα σάπια γραφεία
κρέπια να τα κρεμάσουνε
στων φυλακών τις πόρτες
Κοιτάζω το ρολόι
πόσο αργεί και πόσο τρέχει
θα τη χτυπήσω τη νύχτα απόψε
στα δώδεκα κεφάλια της
με τα ξυπνητήρια
αυτών που δεν χορτάσανε τον ύπνο
αυτών που κυνηγούν
κι αυτών που κυνηγιούνται
με την ψυχή στο στόμα
Και ύστερα θα τους αφήσω
να ακούσουνε τους ψίθυρους
τους μυστικούς τους τους ρυθμούς
τις σι-ω-πές
και τα σκιρτήματα
του σώματός τους
Που είσαι
Ωστόσο κοιμάμαι νωρίς
πώς να σκοτώσει κανείς την ώρα του
έτσι που έγινε
κι ας είναι που το διάλεξε
Τα ίδια και τα ίδια
σου φαίνονται πως δεν περνούν
όπως ο κάμπος
κι αυτά καλπάζουν
αρχίζεις να μετράς δεκαετίες ξαφνικά
- ξαφνικά -
να θυμάσαι
να ξεχνάς
να πολεμάς για να ξεχνάς και να θυμάσαι
να καλοπιάνεις με ταξίματα τη μνήμη
για να θυμηθείς και να ξεχνάς
άσπρο χαρτί
άσπρο πανί
άσπρο κελί
άσπρο και μαύρο πια
άσπρο ή μαύρο
άσπρο ή μαύρο πες
για να τελειώνουμε
είναι αργά
κουράστηκα
Εσύ Ανάστο ξέρεις
εσύ Βαρβάρα
Γιώργο;
*
Όλη τη νύχτα
Χτυπούσε το παράθυρο
Μαύρες φτερούγες.
Χτυπάει ακόμα
*
Την άλλη μέρα
Έγλειφα τις λάσπες
Που μου κουβάλησες από τους δρόμους.
Σα να 'χες έρθει νύχτα
Κι από μακριά
Και να 'χες κατελύσει
Δεν ξέρω πόσα ζευγάρια
Σιδερένια παπούτσια
Και μόλις σ' αντίκρυσα
Σ' έχασα για πάντα.
Απροφύλαχτη η ψυχή μου
Σε περιμένει.
Τριγυρισμένη
Από ερημωμένα ρεύματα
Μικρών νησιών που χάθηκαν
Στις αλλαγές της γης.
*
Τώρα ήταν αργά.
Είχανε κλείσει όλα.
Κι εκείνο το κλάμα
Μες στη νύχτα
- αντρικό ήταν.
Η τελευταία μας φορά
Σαν όνειρο
Πού το ξεχνάς.
Σαν κάθε μέρα.
- Είχες το ξαφνικό μες στη ζωή σου.
Τώρα οι πόρτες μας
Ανοίγουν μοναχές
Και μένουν έτσι.
Καλπάζει τώρα ο καιρός
Γιατί καιρό δεν έχει
*
Το 'ξερες
Μήπως δεν το 'ξερες
Κι ας είχες ξεκινήσει
κι ας προχώρησες
Γύρισες πίσω
με μια χάρη
με μιαν ευλυγισία ναρκωμένη
και κάθισες στην ίδια θέση
σαν και πριν
Κάθισες έτσι
όπως μπροστά σε μια καινούρια πόλη
που φτάνεις με καράβι
ξημέρωμα Γενάρη.
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ
ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
1978 - 2011
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ
ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2015
Αντλήθηκαν απ' το προφίλ του Γιώργου Αλπογιάννη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου