Πανάρχαια βούληση του ανθρώπου, να υποτάξει τον Χρόνο, να τόνε βάλει στο χέρι του, για να μπορέσει η επιλεγμένη στιγμή, να παραμείνει αιώνια και μετέωρη στον ορίζοντα, σημάδι κολακευτικό από το πέρασμά του, μια κι η στιγμή, η επιλεγμένη, τον φανερώνει, πρώτη φορά, ολόκληρο. Πόσες φορές δεν ζήτησα να θανατώσω τον Χρόνο, για να κρατήσω την μια στιγμή, ετούτη την μοναδική, απόλυτα δική μου.– Δοκίμασε, μου λέει, και θα δεις – ο Χρόνος.
– Θα δοκιμάσω κι ας μην δω – λέω του Χρόνου.
Κι έτσι ο αγώνας αρχινάει αστόχαστος, και σπρώχνομαι ν’ αγκιστρωθώ στον λεπτοδείχτη για να μην προχωρήσει η στιγμή, τούτη που με φωτίζει ολόκληρον, συμπληρωμένο με το άλλο πρόσωπο που αύριο θα ‘ναι μακριά μου. Κι όλο το πάθος μου, δε με βοηθάει παρά να σπάσω τ’ άγκιστρο του ρολογιού και να βρεθώ στο πάτωμα πεσμένος, μ’ ένα ασημένιο τόξο στο λαιμό, και με το χέρι κόκκινο από το αίμα. Η ώρα προχωράει αμείλικτη – καθώς και η αποσύνθεσή μου. Πώς να δεχτώ ότι κάποτε εγώ δεν θα σ’ αγγίζω κι ο Χρόνος δε θα σε περιέχει; Κι ακόμα πώς να αποδεχτώ τον κόσμο σαν πραγματικό, όταν δεν θα τον βλέπω, δεν θα τον αισθάνομαι και δεν θα με περιέχει;
Τα σχόλια του Τρίτου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου