Μια λοξή ηλιαχτίδα γλίστρησε αργά από τη θύρα μέσα στο δωμάτιο, χαϊδεύοντας το πολύχρωμο ψηφιδωτό του δαπέδου και θερμαίνοντας διαδοχικά τις κοκκινωπές σάρκες του σκοτεινού τραγίσιου θεού, τις λευκότερες κνήμες της κοντινής νύμφης και τα πράσινα διακοσμητικά μοτίβα που τους τριγύριζαν. Σε λίγο σκαρφάλωσε το σκαλιστό πόδι του τραπεζιού και πλαγιοδρόμησε κατά τους ώμους του άντρα που καθόταν και διάβαζε ανέμελος, με τη ράχη γυρισμένη στη θύρα και το φως της. Από κει προχώρησε κι άγγιξε το σωρό παπύρους που γέμιζαν ακατάστατα το τραπέζι, καθώς ο μελετητής τούς συμβουλευόταν κάθε τόσο κρατώντας σημειώσεις. Τέλος η αχτίδα πήδηξε αντίκρυ, σ’ ένα αγαλματάκι της Αφροδίτης μισοξαπλωμένης στη ράχη ενός δελφινιού, μ’ ένα μικρό παιχνιδιάρη Έρωτα που, καβάλα στην ουρά του ψαριού, της πρόσφερε έναν καθρέφτη. Πίσω απ’ αυτά ο τοίχος σκεπαζόταν από μια πλατιά σύνθεση: το συναπάντημα της Ναυσικάς και του Οδυσσέα. Η αχτίδα έφτασε ώς το φιλόξενα απλωμένο χέρι της βασιλοπούλας, κι εκεί τη βρήκαν τα μάτια του Δίωνα όταν τα σήκωσε μια στιγμή από τους παπύρους.
Ρόδης Ρούφος, Οι Γραικύλοι, Ίκαρος, Αθήνα 1967, σ. 11 [το απόσπασμα μεταγράφεται στο μονοτονικό].
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου