Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2024

Λευτέρης Ξανθόπουλος - Ο κυνηγός



Ήρθε απέξω έδεσε τις πέρδικες απ’ τα

ποδάρια και τις ακούμπησε στο κατώφλι

κατάχαμα με τα φτερά ανοιχτά να

σπαρταράνε. Έπειτα γύρισε το κλειδί

στην κλειδαριά και μπήκε όπως ήταν

με τις λάσπες με τα νερά.


Γύρισε όλο το σπίτι και δεν βρήκε

κανέναν στην κουζίνα παρατημένα

τα εργαλεία μαχαίρια κουτάλες

οι φωτιές.


Γύρισε όλο το σπίτι μόνος προσπάθησε

να βρει το φανάρι θυέλλης πουθενά.


Νύχτωνε και τον ακουμπούσε το

κρύο η βροχή το σπίτι έτριζε.


Θυμήθηκε τις όρνιθες στο κατώφλι

βγήκε να τις μαζέψει τα πουλιά φευγάτα

μήτε σχοινί μήτε κορδόνι σαν κάποιος

να τα πήρε αλλού.


Διέκρινε πατημασιές οι

δικές του; Δεν ήξερε να πει.


Τα σκυλιά που ως τότε γλύφανε τις

πληγές τους σηκώθηκαν στα τέσσερα

μήτε κουνούσαν την ουρά μήτε την

κρατούσαν ανοιχτή.


Λιγάκι φοβήθηκε η νύχτα τον

ξεγελούσε λιγάκι φοβήθηκε

τον εαυτό του όχι κάτι διαφορετικό.


Γύρισε μέσα στο σκοτάδι του σπιτιού

γέμισε πιάτα με φαγητά με εδέσματα

και τα σκόρπισε έξω από το σπίτι

στην αυλή.


Κάποιος θα φανεί μέσα στη νύχτα

είπε με βεβαιότητα ίσως επαίτης

ίσως λεπρός και θα ζητάει.


Σκέφτηκε να ’χε κρεμάσει κουδου-

νάκια στα πουλιά τώρα θα τις άκουγε


Αυτή η σοφία ακριβώς που μοιάζει

με του λιονταριού αυτή τον οδηγούσε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου