Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2024

Κοσμάς Πολίτης - Eroica (απόσπασμα)

 IV

[...]


Το σύννεφο αργοπέρασε πάνω από τα παιδιάτικα χρόνια — θαρρείς αυτό σημείωσε το τέλος τους.

Την Κυριακή το βραδινό, στο σπίτι του Βενιαμίν, μιλήσαμε για θάνατο και για αιωνιότητα ωσάν να πρόκειται για μια συνηθισμένη οποιαδήποτε υπόθεση. Μας απασχόλησε όμως η σκέψη της ζωής. Η παρθένα, η ωραία, η πικρή ζωή που απρόοπτα ορθώθηκε μπροστά μας. Μας απασχόλησε η άνιση πάλη με την υπεροπλία της ζωής. Μια δύναμη τόσο ακαταλόγιστη που να αποκλείει ακόμη και το ενδεχόμενο της αδικίας. Λευκή, σκληρή, γυναικεία, κάπου μέσα στο θαμπό σκοτάδι ακουμπάει το πιγούνι πάνω στο διπλωμένο χέρι και μοιάζει να στοχάζεται στο βάθος του εαυτού της πού θα χτυπήσει πιο παράλογα. Ειδεμή, ποιός σκιάχτηκε για τη χαριστική βολή στο τέλος;… Και ποιός εχθρεύτηκε την πιο γλυκιά γαλήνη;

Ο Βενιαμίν μάς έπαιξε στο πιάνο ένα ρόντο.

— Καταμεσής στην έρημο, μας λέει, βρίσκετ’ ένα βουνό από διαμάντι ατόφιο που η κορφή του χάνεται στα ουράνια. Κάθε χίλιους αιώνες πετάει ένα περιστέρι κατά κει και τη χαϊδεύει ανάλαφρα στο πέρασμά του, έτσι που μόλις την αγγίζει με την άκρια της φτερούγας. Το βουνό το λεν αιωνιότητα. Και οι εκατό χιλιάδες χρόνια μετρούν για ένα δευτερόλεπτο στο αμέτρητο του απείρου. Άμα τριφτεί ολόκληρο απ’ τη φτερούγα του περιστεριού, θά ’ρθει και η συντέλεια του χρόνου.

Τότε ο Σταύρος λέει συλλογισμένος:

— Καταπιανόμαστε με μυστικά που ποτέ δε θ’ αποκαλυφτούνε σε κανέναν — και ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του η οδύνη για το άγνωστο.

Είχαμε μαζευτεί στο σπίτι του Βενιαμίν, όλοι εκτός από το Λοΐζο. Και κάποιου άλλου μόνο η λαμπρή σκιά τριγύριζε ανάμεσό μας.

Τη Δευτέρα το πρωί, στο πρώτο μάθημα —στο μάθημα του κύριου Βόγαρι— μπήκε μαζί μ’ αυτόν στην τάξη μας και ο γυμνασιάρχης. Κοίταξε πρώτα κάποια θέση αδειανή στο τέταρτο θρανίο δεξιά κι έπειτα μας αντίκρισε κατάματα εμάς τους άλλους:

— Καταλαβαίνω πως είναι περιττό να σας το αναγγείλω εγώ… Ήταν ο πιο επιμελής συμμαθητής σας… Τώρα, έχετε ιερά υποχρέωση… το παράδειγμά του…

Σταμάτησε τη φράση και λέει βιαστικά κοιτάζοντας αλλού:

— Στις έντεκα θα διακόψετε το μάθημα και όλοι εν σώματι με τον καθηγητή σας…

Ο κύριος Βόγαρις τού ψιθύρισε δυο λόγια και μας έδειξε.

— Καλά, όπως θέλετε, του αποκρίθηκε ο γυμνασιάρχης βγαίνοντας από την αίθουσα με σκυφτό κεφάλι.

Τότε ανέβηκε στην έδρα ο καθηγητής:

— Είστε ελεύθεροι από τώρα. Να επιστρέψετε στις δέκα και μισή, θα ξεκινήσομε όλοι μαζί… θα ξεκινήσομε όλοι μαζί… και όσοι από σας… όσοι νομίζουν πως πρέπει ν’ αλλάξουν φορεσιά, να την αλλάξουν… Και βέβαια να βάλετε σκούρες κραβάτες. Πηγαίνετε.

Ο Λοΐζος δε φάνηκε ούτε στην εκκλησία ούτε ύστερα. Κάτω από τους θόλους, μέσα στις λεπτές αποχρώσεις και στις αχνόθαμπες σκιές, τα καντήλια τρεμόφεγγαν πάνω σε μια ήσυχη, αποφασιστική και μάταιη ομορφιά. Τα κλειστά του μάτια ονειρευότανε τον ουρανό —ψηλά εκεί πιο πέρ’ από τον τρούλο— τον ουρανό γεμάτο από καράβια και πουλιά… Και η σκέψη μας φτερούγιζε προς κάποιο μακρινό σημείο και πάλι ξαναγύριζε και συγκεντρώνουταν εκεί.

Ξαφνικά, ο Σταύρος, ο μεγάλος Σταύρος, το σκυλί, έβαλε τα κλάματα σαν το μωρό παιδί και βγήκε από την εκκλησία.


Το Λοΐζο είχαμε να τον δούμε από την αρχή της περασμένης εβδομάδας. Η απουσία του τη μέρα εκείνη μάς ήταν ακατάληπτη. Στο σπίτι του, μας πληροφόρησαν πως πήγαινε σχολείο. Μα κάποιος από τους συμμαθητές του ορκίστηκε πως είχε μέρες να φανεί εκεί.

Το βράδυ της Τετάρτης, την ώρα που καθένας μελετούσε τα μαθήματά του, ο Σταύρος χτύπησε μια μια τις πόρτες κι έφερε τα νέα. Είδε τον αρχηγό. Παραγγέλνει σε όλους, αύριο Τσικνοπέφτη που το σχολείο είναι το απόγευμα κλειστό, να μαζευτούμε στο κάτω μέρος του Ψωμάλωνου, πίσω απ’ τον εμπορικό σταθμό. Θα κάνομε αγώνες. Στις τρεις η ώρα να βρισκόμαστε στη θέση μας, θα έρθουν και ο τάδε και ο τάδε. — Μα πώς, αυτοί δεν είναι της παρέας. — Τους κάλεσε ο Λοΐζος επειδή ο ένας είναι δυνατός στο πήδημα κι ο άλλος στο λιθάρι. — Πού ήταν ο Λοΐζος τόσες μέρες; — Δε μου ’πε…

— Τί σ’ ήθελε ο Σταύρος; ρώτησε τον Αλέκο η μητέρα του.

— Τίποτα, για κάποιο μάθημα…

Τώρα και λίγες μέρες η κυρία Κοδράτου τον έβλεπε κάπως χλωμό και αδυνατισμένο. Είχε μιλήσει σχετικά μ’ αυτό και στον πατέρα του. Συμφώνησαν και οι δύο πως πρέπει να περάσει τις διακοπές του Πάσχα στο κτήμα με τη θεία Φίλις, να ξεκουραστεί απ’ τα πολλά μαθήματα. Κάποια σκέψη έδειχνε να κυριεύει το μυαλό του Αλέκου. Στιγμές στιγμές έμενε αφηρημένος, μ’ ένα χαμένο ύφος, σα να μην ήταν ολότελα παρών.

Οι γονείς των παιδιών ανησυχούσαν και σε κάθε ύποπτο σημάδι. Το δυστύχημα του Αντρέα ήταν πολύ πρόσφατο και είχε κάνει τέτοια εντύπωση που σε κάθε ομιλία το θέμα τούτο ξαναρχότανε στη μέση. Ανακατεύτηκαν και οι εφημερίδες. Από την πρώτη μέρα η μία έκανε υπαινιγμό για τους ορούς —για τον αντιτετανικό προπάντων πως η χρησιμότητά του δεν είναι αποδειγμένη: «απ’ εναντίας, η διείσδυσις των μικροβίων, έστω καλλιεργημένων, εν τω οργανισμώ…»— και ο φαρμακοποιός του Ιπποκένταυρου έλεγε σ’ όποιον ήθελε ν’ ακούσει πως αυτός προσωπικά έφερε αντιρρήσεις αλλά μια και είχε διατάξει ο γιατρός… Ξεδίπλωνε αμέσως την εφημερίδα και έδειχνε το άρθρο: — Το λέει καθαρά… Ξέρετε βέβαια ποιός το ’γραψε. Ναι, ναι, αυτός που υποθέτετε. Μη με βιάζετε να αποκαλύψω τ’ όνομά του, καταλαβαίνετε, μυστικό επαγγελματικό… Αφήστε δα που έσπασαν το τζάμι της βιτρίνας — για ποιά αιτία σάς παρακαλώ; Και η Αστυνομία;… Ο δράστης — ποιός είναι ο δράστης;

Στο σχολείο, τα παιδιά συζητούσαν για την ίδια υπόθεση με πιο μεγάλο πάθος. Στην άλλη εφημερίδα δημοσιεύτηκε μια δήλωση του ιατρικού συλλόγου πως η ένεση του αντιτετανικού ορού έγινε υποχρεωτική, για παρόμοιες περιπτώσεις, σε όλα τα νοσοκομεία του Βερολίνου και του Παρισιού. «Αλλά —πρόσθετε στο τέλος— όρος απαραίτητος να είναι ο ορός νωπός».

Ώστε δε φταίει ο γιατρός, συμπέρανε κάποιος από τα παιδιά.

—Πώς! διαμαρτυρήθηκαν οι φίλοι του Λοΐζου. Τον εξέτασε ο γιατρός; Ήταν ο ορός νωπός;

— Αν δεν ήταν ο ορός νωπός, φταίει ο φαρμακοποιός, είπε το ίδιο αγόρι.

— Μου φαίνεται κι εμένα πως δε φταίει ο γιατρός, παρατήρησε σιγανά και ο Αντώνης στους δικούς του.

Τότε πετάχτηκε στη μέση ο Αλέκος:

— Αν ήσαστε στου πρόξενου τη νύχτα εκείνη θα βλέπατε τα μούτρα του Παπακοκού! Βέβαια φταίει εκείνος, γυρίζει και λέει στο πρώτο παιδί που είχε μιλήσει. Κι αν έχεις γνώμη διαφορετική να καταπιείς τη γλώσσα σου, κατάλαβες;

Οι άλλοι κοίταξαν τον Αλέκο με κάποια έκπληξη. Έσκισε με τα δόντια του μια γωνιά στυπόχαρτου και τη μασούσε.

— Σήμερα είναι Τσικνοπέφτη; ρώτησε πιο μαλακά.

Το ίδιο μεσημέρι, μόλις φάγαμε, —θα ήταν δύο η ώρα— ξεκινήσαμε για το Ψωμάλωνο. Εκτός από το Σταύρο βέβαια, οι άλλοι εμείς ανταμώναμε το Λοΐζο πρώτη φορά μετά το — μετά τόσες μέρες. Σαν φτάσαμε οι δυο μας με το Λάιο —ήταν κι αυτός απ’ το αμερικάνικο σχολείο— τον βρήκαμε ανάμεσα στους άλλους να κουβεντιάζει όπως πάντα. Μόνο σαν πιο ηλιοκαμένος ο Λοΐζος κι ένα σοβαρό χαμόγελο έγερνε τις άκριες των χειλιών του.

— Ποιός είναι αυτός που περπατάει πλάι του;

— Ποιός; κάνει ο Λάιος ξαφνισμένος. Αχ, πού πήγε ο νους μου! Ο Πέτροβικ. Μην ήταν κάποιος άλλος;

— Α όλα κι όλα! Σε παρακαλώ! Μη μ’ εκνευρίζεις!

Πίσω από το σταθμό είχαν κατασκηνώσει κάτι γύφτοι. Τραβήξαμε πιο πέρα, προς τη θάλασσα. Φαίνεται πως ο Λοΐζος με το Σταύρο είχαν έρθει από νωρίς και φρόντισαν για όλα. Βρήκαμε κιόλα χαραγμένα τα σημάδια και στημένους τους κοντούς.

— Τα ξύλα τούτα θα μας εμποδίζουν, είπε κάποιος.

— Όχι, αποκρίθηκε ο Σταύρος. Ο δρόμος πάει από κει. Νά η αφετηρία.

Ήταν κοντόχοντροι δοκοί πασαλειμμένοι με πίσσα —τραβέρσες για το σιδηρόδρομο— στοιβαγμένοι σταυρωτά και ανάρια. Ο σωρός έφτανε πάνω από τα κεφάλια μας, πολύ πιο πάνω.

Τ’ αγόρια ετοιμάστηκαν. Κάτω απ’ τα ρούχα φορούσαν κιόλα την αθλητική στολή: κοντά παντελονάκια, λεπτές φανέλες — κι έπειτα ξυπολύθηκαν για να υποδεθούν και τα κατάλληλα παπούτσια. Κανένας δε ρώτησε το λόγο γιατί να γίνουν σήμερα οι αγώνες, ούτε τί δήλωνε ο ξαφνικός συναγερμός. Όλοι νιώθαμε μια έφεση σωματική για την αθανασία, να επιδείξομε τη δύναμή μας σαν πρόκληση, σα μιαν εκδίκηση γι’ αυτό που είχε γίνει.

Περιμένοντας ν’ αρχίσουν τ’ αγωνίσματα, άλλος δοκίμαζε κάποιο παλμό και άλλος διασκελιές για πήδημα ή για δρόμο. Τέντωναν τα ελαστικά κορμιά κι έπαιζαν οι μυώνες. Ήταν μια λύτρωση μέσα στο ισορροπημένο φως. Τις στιγμές εκείνες παραμερίστηκε καθετί μεταβλητό, ιδέες και άλλα τέτοια μαλθακά φαινόμενα. Οι γραμμές, το σφρίγος, τα κορμιά, σήμαιναν κάτι σταθερό κι αιώνιο: την αγαλμάτινη αρμονία των θεών που θριαμβεύουν δίχως κόπο πάνω από ανθρώπινες κακομοιριές.

— Ε, σεις, τί θέτ’ εδώ; φώναξε ο Κλεόβουλος σε δυο ξυπόλυτα γυφτάκια.

— Εγώ τους είπα νά ’ρθουν, του λέει ο Λοΐζος.

Οι άλλοι γύφτοι και οι γύφτισσες με τη γυφτομαρίδα έμειναν παράμερα, γύρω στις σκηνές, καθισμένοι ανακούρκουδα στο χώμα. Χαμογελούσαν λίγο πικραμένα και σαν ειρωνικά για όλα τούτα που δεν ένιωθαν. Τα δόντια τους αστράφτανε πάνω στα σκοτεινά τους μούτρα. Οι γυναίκες με τα γιορτινά φορέματα ξεσπούσανε στον ήλιο μιαν άνθηση πολύχρωμη και χτυπητή, άδετη από πρασινάδα πάνω στο κίτρινο αλώνι.

Λες πρωτάνοιξε η θάλασσα και η στεριά τη μέρα εκείνη. Το καλοκαίρι, έστελνε μηνύματα σημαδιακά. Στη ράχη του Άκορφου, προς το μέρος του βοριά, λοξόκοβαν τα χιόνια εκεί που χτύπαγε ο ήλιος το βουνό και ήταν σα διάφανα πάνω στη πέτρα. Πιο κάτω πρασίνιζε η πλαγιά κι όσο κατέβαινε γινόταν μαλακή σα χώμα πάνω στους λόφους και στα χαμηλά διάσελα — έτσι την καταλάβαινε το μάτι. Και φούντωνε πυκνό το πράσινο, λογής λογής, μεταξωτό, βελούδινο, χνουδάτο ή ασημένιο, αλλού πιο σκούρο, αλλού ανοιχτό σα να ’ταν πρώτο χέρι. Πίσω από τη γραμμή του σιδηρόδρομου άνθιζαν πρώιμα κάτι δέντρα με λευκά λουλούδια. Και πλάι μας εκεί, στο πλατύ αυλάκι κάτω απ’ την επιχωμάτωση, η δρακοντιά καβάλησε τα γαϊδουράγκαθα και την τσουκνίδα. Φρεσκοδίπλωνε ολούθε τα καινουριοβαμμένα φύλλα της. Στριμώχνουταν και μπλέκανε όλα μαζί, ποδοπατούσανε το ένα τ’ άλλο κι ο τόπος έδειχνε στενός για τη μεγάλη άνοιξη που ερχόταν. Τα γαϊδουράγκαθα μπουμπούκιαζαν ακόμα. Δυο τρία λουλουδάκια, τόσα δα μικρά πάνω στο μίσχο τους, στεκόταν σαστισμένα μπροστά στους θάμνους της ασφάκας.

Ο Λοΐζος κοίταζε ήσυχα το βασιλιά των καραβιών που αρμένιζε στο μάκρος. Έπειτα πήγε αργά ώς την ακρογιαλιά όπου απλώνουταν το κύμα και βούτηξε τα χέρια του στη θάλασσα. Το χειμωνιάτικο πρασινωπό γύριζε τώρα στο γαλάζιο. Αποτραβιόταν το νερό με ανοιξιάτικα τσακίσματα κι άφηνε μύριες μπουρμπουλήθρες πάνω στα βότσαλα και στα κοχύλια. Ο αφρός τους μύριζε νεραντζιά και δεντρολίβανο. Ποιός ξέρει πόση ώρα θα στεκότανε ακόμα ο Λοΐζος εκεί πέρα. Μα ο Σταύρος τον έπιασε από τη μέση και τον ξανάφερε σ’ εμάς.

Όρθια πλάι στο σωρό τα ξύλα, τα δυο γυφτάκια πιάσαν το σκοπό, το αγόρι με την πίπιζα και το κορίτσι το νταούλι. Άρχιζαν οι αγώνες.

Κράτησαν ώς το βράδυ, ώς την ώρα που έπεσε ο άνεμος — κι η μέρα, φεύγοντας πίσω απ’ τ’ αντικρινά βουνά, στην άλλη άκρια του κόλπου, γύρισε κοκκινίζοντας να μας κοιτάξει μια τελευταία φορά. Ύστερα, μια πυκνή λουρίδα ομίχλης απλώθηκε στα πόδια των βουνών και μόνο οι κορφές τους αντανακλούσανε θαμπά μέσα στα ήσυχα νερά μιας θάλασσας κλεισμένης, μιας λίμνης δίχως όχθες.

Δεν πήρε μέρος στους αγώνες ο Λοΐζος. Έτσι, δυο πρώτες νίκες κερδίστηκαν από τους ξένους —το Λάιο και τον Πέτροβικ— και δυο άλλες δε θα ’χαν βέβαια κερδιστεί πριν από δεκαπέντε τόσες μέρες. Μα τώρα πια, όλα είχαν τελειώσει. Το τίποτα, τα πώποτε, το αδειανό εδώ κάτω.

Στο αγώνισμα της πάλης συνέβηκε κάποιο ασήμαντο επεισόδιο την ώρα που ο Κλεόβουλος άδραξε το Μεμά πίσω από τη μέση και του ζόριζε το ραχοκόκαλο στη βάση. Μια γύφτισσα φώναξε κάτι λόγια και οι άλλοι, άντρες και γυναίκες —ώς και τα παιδιά— έβαλαν τα γέλια κι έλεγαν τα δικά τους γνέφοντας με χειρονομίες και κουνήματα. Μέσα στην άνοιξη, έτσι άστεγοι και πλουμιστοί από ζωή κι ελευθερία, τίποτα δεν έδειχνε άπρεπο ή άσεμνο απ’ τα καμώματά τους. Τότε σηκώθηκε με κόπο ένας γέρος και ακουμπώντας το χέρι του στον ώμο ενός παιδιού, χτύπησε χάμω τη μαγκούρα και τους μιλούσε αυστηρά δείχνοντας το Λοΐζο. Έτσι σώπασαν οι γύφτοι και ξαναγίνηκε ησυχία. Μόνο τα δυο γυφτόπουλα βαρούσαν τα όργανά τους κι εδώ μπροστά μας λαχάνιαζε η ανάσα του Κλεόβουλου και του Μεμά. Σαν πιο πολύ του πρώτου.

Μια έκπληξη σ’ εκείνους τους αγώνες ήταν η δευτεριά του Αλέκου στο λιθάρι. Στην τρίτη του βολή πέρασε τον Αντώνη και το Λάιο. Στην τελευταία έριξε πάνω στο ίδιο του σημάδι, κατόρθωσε να τον περάσει τρία εκατοστά του μέτρου. Άλλοτε ο Αλέκος ερχόταν τέταρτος, ή τρίτος το πολύ κάποιες φορές, μα πάντα πίσω απ’ τον Αντώνη.

— Μπράβο! του κάνει ο Σταύρος. Αν πρόσεχες λιγάκι τη θέση του αριστερού ποδιού… — κι έπιασε να του εξηγάει τεχνικά ζητήματα.

Ο Λοΐζος καθόταν σε μια πέτρα κι έβλεπε. Στα οχτακόσια μέτρα —κάποιος έλειπε κι εδώ— σηκώθηκε να παρακολουθήσει πιο καλά το δρόμο. Κρατούσε πάντα την ίδια ηρεμία. Μόνο δεν μπόρεσε να βασταχτεί τότε που ο Μιχάλης έβαλε τα κλάματα για ένα τίποτα. Τον είχε πάρει ο δίσκος στο καλάμι ξώφαρσα σε μια ριξιά του Αντώνη.

— Παλιόσκυλο! του λέει. Τί κλαις; Πέθαναν άλλοι δα πολύ καλύτεροί σου! — κι αν δεν πρόφταινε ο Κλεόβουλος θα του στραμπούλαγε το χέρι, να τον σακατέψει για καλά σ’ όλη του τη ζωή.

Έπιανε να σκοτεινιάσει σαν πέρασε σφυρίζοντας το τρένο. Τούτο δε σταματούσε στον εμπορικό σταθμό, τραβούσε κατευθείαν για την πόλη. Το τελευταίο φως της μέρας μόλις φώτιζε τα βούρλα και τη χθαμαλή ακρογιαλιά.

Πρώτη απ’ όλα τ’ άστρα τ’ ουρανού σελάγισε η Αφροδίτη πάνω από κάτι σύννεφα μουντά. Στο πράσινο λυκόφως κάλπαζαν καβαλάρηδες πίσω από κάποιο μυθικό αγρίμι με στριφτή ουρά και ορθάνοιχτες φτερούγες χαρακωμένες βυσσινί. Τα δέντρα που ολημερίς λεν την αλήθεια του θεού, την ώρα τούτη ξεγελούσαν παίζοντας κάποιο ρόλο φαντασματικό. Έπρεπε να μαζέψεις το μυαλό σου για να τα φέρεις σε λογαριασμό.

Στην πέτρα του ο Λοΐζος καθόταν αποτραβηγμένος, αμίλητος, κοιτάζοντας στο χώμα τη σκιά που πλήθαινε. Δεν θα σήκωνε ποτέ, ποτέ, το μάτι του από τη γη. Ούτε το νου του.

Τότε ο Αλέκος πήγε και στάθηκε στο πλάι και του μιλούσε σιγανά για ώρα.

— Όχι, του λέει στο τέλος ο Λοΐζος.

— Μα πρέπει! Νά, μεθαύριο το Σάββατο. Μας περιμένει και τους δυο. Τί να της πω;

— Δεν ξέρω…

— Κάνε το για μένα, επέμενε ο Αλέκος. Δεν έχω τόσο δα χατίρι;… Δεν είμαι φίλος σου;… Κάνε το λοιπόν για μένα…

Ο Λοΐζος τον κοίταξε κι έπειτα λέει τρυφερά:

— Λίγνεψες λιγάκι.

— Ναι, μα δυνάμωσα. Είδες απόψε στο λιθάρι. Λοιπόν;

— Όχι! φώναξε ο Λοΐζος. Δεν μπορώ, δεν μπορώ…, παραπονέθηκε πιο σιγανά. Πήγαινε, άφησέ με.

— Α, έτσι! έκανε ο Αλέκος. Είσαι λοιπόν εγωιστής… Καθόλου δε — καθόλου δεν τη συλλογιέσαι. Δεν έχω τόσο δα χατίρι;… Κι εγώ λογάριαζα να γίνω φίλος σου αδελφικός, νά όπως ο… Πε μου Λοΐζο, δεν το θες;… Τί απόμεινε;… Σου τα ’πα και πρωτύτερα…

Εκείνος τον αγκάλιασε.

— Αλέκο μου, του λέει, πάψε, πήγαινε. Αχ, δεν ξέρεις τί ήτανε για μένα, δεν ξέρεις απ’ αυτά… — και κοίταζε τριγύρω του σα να ’ψαχνε για πέτρα ή για κοντάρι.

Τους πλησίασε ο Σταύρος.

— Άφησέ τον ήσυχο, λέει του Αλέκου.

Πήγα κι εγώ και είπα στον Αλέκο πως είναι ώρα να πηγαίνουμε οι τρεις μας με το Λάιο. Οι άλλοι έμειναν ακόμα.

Είχε νυχτώσει πια. Καλά που οι γύφτοι άναψαν φωτιές και κάτι βλέπαμε. Καθώς περνούσαμε μπροστά από τις σκηνές, τους βρήκαμε να κάθουνται στην ίδια θέση, να κοιτάζουν κάπου στα χαμένα με τη φλόγα της φωτιάς πάνω στα πρόσωπά τους — κοιτάζανε μακριά, στο μέλλον, μια περιπλάνηση δίχως κανένα τελειωμό. Έτσι το εξήγησε ο Λάιος. Κι έπειτα μας λέει: — Ας ξαναπεράσομε ακόμη μια φορά.

Περάσαμε πίσω τους τη φορά ετούτη, ολότελα σιμά τους. Κοιτάξαμε από πάνω. Μα οι γύφτισσες είχαν απόψε τα λαιμά τους φορτωμένα με φλουριά και δεν μπορούσαμε να ξεχωρίσομε τα στήθια τους.

Ο Αλέκος πήγαινε αμίλητος.

— Πώς δε βγήκανε στους δρόμους, σήμερα Τσικνοπέφτη, απόρησε ο Λάιος. Θαρρώ —λέει πάλι ο ίδιος— πως τους πλήρωσε ο Λοΐζος για να μείνουν.

Οι απόμερες γειτονιές γύρω στο σταθμό ήταν ήσυχες και αδειανές όπως όλα τα βράδια. Η μούρλα της απόκριας άρχιζε στα ψαράδικα. Πρώτος πρώτος στη γωνιά ένας βρόμικος παλιάτσος κρατούσ’ ένα σκληρό μπαλόνι φτιαγμένο από στομάχι σφαχταριού και χτύπαγε με τούτο κατακέφαλα τη μορταρία του δρόμου — και όπου φύγει φύγει.

— Κολόρια, κολόρια! διαλαλούσαν την πραμάτεια τους οι μικροπουλητάδες κι άναβαν κάπου κάπου ένα βεγγαλικό και το πετούσανε ψηλά, είτε από τα κόκκινα είτε από εκείνα που ξεσπούν σε αστρουλάκια και μυρίζουν θειάφι. Και άμα έπεφτε κανένα πάνω στις χάρτινες γκιρλάντες που στόλιζαν τα χασαπιά και τα μπακάλικα γινότανε οχλοβοή, έτρεχε κόσμος κι όλα τελείωναν με κάποιο καβγαδάκι.

Στο δρόμο των εμπορικών η κίνηση εκφυλιζότανε πιο καθωσπρέπει. Κυρίες πηγαίνανε κι ερχότανε στα πεζοδρόμια. Οι νεαροί χάζευαν τις κοπέλες κι αυτές χαμογελούσαν στον αέρα ή έστρεφαν απότομα κι έδειχναν στη μαμά κάποια βιτρίνα. Σαν έφταναν ώς τη γωνιά γύριζαν πάλι πίσω, άλλες έβρισκαν πρόφαση να μπουν σε κάποιο εμπορικό για μια στιγμή (όχι, δε μας κάνει…, θα περάσουμε και μέρα να το ξαναδούμε…, έχετε ανοιχτά την Κυριακή;) κι έπειτα ξανάρχιζαν τις βόλτες από τη μια γωνιά στην άλλη, ώς εκατό μέτρα ή τόσο. Μόνο που κάπου κάπου μια τράκα τρόμαζε κοριτσόπουλα ή τους ξεκούφαινε τ’ αυτιά κάποια σφυρίχτρα. Ξετιναζόταν με μικρές φωνές και στράβωναν τα μούτρα: — Ουφ! Σαχλαμάρες! Πολύ έξυπνο!…

(Για όλα τούτα, οι κυρίες που μύριζαν trèfle incarnat —σε ρόδινη απόχρωση ώς το ανοιχτό κρεατί— έβγαιναν για ψώνια το πρωί μονάχα ή —το πολύ— στις πέντε το απόγεμα).

Εδώ, τα δυο περίπτερα, ένα στην καθεμιά γωνιά, είχαν το μονοπώλιο για τράκες, για βεγγαλικά και τσιγαρέτα. Πουλούσαν κι επιστολικά δελτάρια —τα λέγαν καρτ-ποστάλ— στη μέση ένα στεφάνι από μυοσωτίδες που το κρατούσαν δυο περιστεράκια δεμένα με γαλάζιες κορδέλες.

Η οδός Αλόης με τα καφενεία —δεξιά στο δρόμο των εμπορικών— ήταν πιο ήρεμη σ’ εμφάνιση. Έτσουζε λίγο παρόλη τη γλυκιά βραδιά και οι πελάτες προτίμησαν να μείνουν στα κλειστά. Μερικές οικογένειες έφεραν μαζί και τα μωρά τους, τα περισσότερα μασκαρεμένα βλαχοπούλες και τσολιάδες. Τα μικρά καθότανε ήσυχα κρατώντας μια τούλινη σακούλα γεμάτη κονφετί. Διασκέδαζαν να βλέπουν τους μεγάλους να τρων διάφορα γλυκά και να κοιτάζουν σχολιαστικά την πλαϊνή παρέα. Όλ’ αυτά φαινότανε από το δρόμο, μέσα στην αχνάδα του καπνού πίσω απ’ τις φαρδιές τζαμόπορτες.

Κάποια στιγμή γίνηκε ρεμπελιό στο δρόμο. Κάμποσοι κουρελιάρηδες κρεμανταλάδες με μουντζαλωμένα μούτρα στάθηκαν μπροστά στο «Μέγα Καφενείον» παίζοντας τουμπελέκια και κουνώντας τα κορμιά τους σαν αρκούδες. Πίσω τους βούιζε η μαρίδα. Ο κόσμος άφησε τα τραπεζάκια για να δει το θέαμα. Οι μαμάδες σήκωναν τα μωρά κι αυτά ζουλούσαν τα μυτάκια τους πλακουτσωτά πάνω στα τζάμια. Ένας από τους κουρελήδες γύρισε το δίσκο για πενταροδεκάρες. Τότε αραίωσε ο κόσμος γύρω τους. Κάποιος φώναξε: — Νά οι χωροφυλάκοι! — και οι αραπάδες το ’στριψαν σηκώνοντας τις πουκαμίσες για να τρέχουν πιο γερά.

Τρία μορτάκια πήγαιναν και λέει το πιο μεγάλο δείχνοντας μακριά μια λάμψη πάνω από τα σπίτια:

Τί ’ναι κει κάτω; Πυροτέχνημα; Πάμε να δούμε.

Πυροτέχνημα; Ποιό λόγο έχει τις απόκριες; Μόνο στον επιτάφιο διασκεδάζει ο κόσμος καίοντας πυροτεχνήματα και ρίχνοντας ρουκέτες. Το βέβαιο είναι πως κοκκίνιζε ο ουρανός στο βάθος, προς το μέρος του σταθμού. Δε γίνεται να ’ναι οι φωτιές των γύφτων, δυο τρία ξυλαράκια τόσο δα!

Τις επόμενες μέρες διαδόθηκαν πολλά για τη βραδιά εκείνη. Πως τάχα οι γύφτοι θέλησαν να κάψουν το σταθμό κι έβαλαν φωτιά στα πισσωμένα ξύλα κι άλλοι έλεγαν πως φταιν κάτι αγόρια — πως κάποιο πλουσιόπαιδο έκανε τα δικά του και μέθυσε με τους ατσίγγανους ώς το πρωί και άλλα τέτοια. Ακόμη και πως έκλεψαν μιαν αγελάδα και την ψήσαν ζωντανή.

Μα οι λιγοστοί που παραστάθηκαν, είτε στο τέλος είτε από την αρχή —κανένας δεν τ’ ομολογούσε— είδαν μια τελετή ολότελα σεμνή. Αλήθεια είναι πως κάποιο ζωντανό πετάχτηκε τσουρουφλισμένο μέσ’ από την πυρά. Δεν ήταν ούτε αγελάδα, ούτε γαϊδούρι, ούτε σκυλί. Κυλίστηκε στο χώμα κι έπειτα το ’βαλε στα πόδια νιαουρίζοντας σα γάτα. Ανάσυραν κι από τις στάχτες μια τενεκεδένια περικεφαλαία μισολιωμένη από τη φωτιά — κι άλλα σιδερικά, γάντζους και το λεπίδι ενός μπαλτά. Ο μπάρμπα Λούκης είπε πως ο Λοΐζος με το Σταύρο, μια μέρα πριν, πήγαν στο μαγαζί και ζήτησαν τα σύνεργα του Αντρέα.

Η φωτιά περιορίστηκε να κάψει τις τραβέρσες — και βέβαια δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά μια και στεκόταν ξέχωρα στη μέση του αλωνιού. Άναβαν σα λαμπάδα και ανέβαινε η φλόγα ολόρθη μέσα στη νηνεμία. Ο ρόχθος της φωτιάς έκανε να χλιμιντρούνε τ’ άλογα των γύφτων. Όσο γι’ αυτούς, μαζώχτηκαν οι γύφτισσες κι έπιασαν μοιρολόγι τραβώντας τα μαλλιά τους και κλαίγοντας η καθεμιά κάποιο καημό δικό της, αναπολώντας θύμησες κρυφές και απαγορεμένες. Ξεσκίζανε τα στήθια και τραγουδούσαν λόγια που σπάραζαν την καρδιά —κι ας μην την καταλαβαίνανε τη γλώσσα τους κανένας— και τα κορμιά, φουρτουνιασμένα, τα ’φερε ο σκοπός του τραγουδιού μια δώθε και μια κείθε καθώς λυγίζαν απ’ τη μέση.

Είπαν πως κάποιο κόκκινο αστέρι στάθηκε πάνω απ’ τον καπνό και πως η θάλασσα ψιθύριζε φιλώντας τη στεριά: — Τί έχεις γιε μου και βογκάς;… Είδαν και να γυαλίζει μια σκιά σα να φορούσε πανοπλία, να στέκεται και να κουνά την αλογοουρά της περικεφαλαίας πάνω απ’ το Λοΐζο. Έκανε κακό να βλέπεις το μούτρο αυτουνού σαν κάποτε ανασηκώθηκε απ’ το χώμα όπου κυλιόταν και χούγιαζε τους ξένους που είχαν τρέξει από περιέργεια να δουν. Κουβάριασαν όλοι μαζί — κι έτσι, βήμα με βήμα, τραβήχτηκαν πάνω από τ’ αυλάκι, στο ψηλό κρηπίδωμα.

— Πού η ανάλαφρη παρπατησιά; Πού η γλυκιά λαλιά του; — σπάραξε μια φωνή και πάλι ξανακύλησε στο χώμα.

Τα δυο γυφτάκια βαρούσανε την πίπιζα και το νταούλι. Και η πιο μεγάλη αδελφή τους, η γυφτοπαναγιά, έστησε το χορό μισόστριφτα, με αργόκοβο ποδάρι —κι έτσι συγκράταγε το πάθος— και ηχολογούσανε αχνά φλουρί πλάι σε φλουρί, βραχιόλι πάνω σε βραχιόλι. Ξεστήθωτη, μαλαμοκαπνισμένη από τη φλόγα, σίγουρη σαν την ηδονή — έξω από την ομορφιά ετούτη βασίλευε η ασάφεια της νύχτας.

Και από την ξερολιθιά του φράχτη ξετρύπωσαν οι σαύρες γελασμένες από την κάψα της φωτιάς και στάθηκαν σιωπηλές πάνω στις πέτρες να κοιτάνε.

Όσοι τα είδαν με τα μάτια τους μπορούν να μαρτυρήσουν πως αυτά και τίποτ’ άλλο είναι η πραγματική αλήθεια.


Κοσμάς Πολίτης. 1991. Eroica. Εισαγωγή-Επιμέλεια: Peter Mackridge. Αθήνα: Εστία. [1η έκδοση, 1938. Αθήνα: Γκοβόστης].

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου