Ο Γιάννης με τον ήλιο συνερίζεντο,
το ποιος να πάει στη δύση γληγορότερα.
Κι ο ήλιος εδιασκέλα όρη και βουνά,
κι ο Γιάννης ο καημένος χαμολάγκαδα.
Κι ο ήλιος εβραδυάστη σ’τση μανίτσας του,
κι ο Γιάννης ο καημένος σε χαμόκλαδα.
*
Μάνα, εράγεν ουρανόν και προσμοιράγαν τ’ άστρα
κι απ’ τ’ ουρανού το ράγισμαν λιθάρ’ επεκρεμάστεν.
–Λιθάρι μ’ αγιολίθαρον, μη κατιβαίν’ς και κρους με!
Κι ατό κατέβεν κι εύρε με στ’ ούλα τα πόνια πάνω.
Σαράντα χρόνια δούλευσα του λιθαρί’ μ’ τον πόνον
κι άλλα σαράντα δώδεκα της κόρης την εγάπην.
Προσμοιράγαν: θρυμματίστηκαν.
*
Σιγαλά βρέχει ο Θεός,
σιγαλός ψιχαλισμός,
σιγαλά πάω κι εγώ
στην αγάπη π’ αγαπώ.
*
Άνοιξε το παράθυρο,
η γειτονιά να φέξει,
η Πούλια κι ο Αυγερινός
μαζί σου για να παίξει.
*
Έβγα, ήλιε, πύρωσέ με
και κουλούρια φόρτωσέ με,
ν’ ανεβώ στα κεραμίδια,
να σου ανάψω τα καντήλια
με το μέλι, με το γάλα
και με τη χρυσή κουτάλα.
*
Ένα κομμάτι σύγνεφο κι ένα κομμάτι αντάρα
ξεβγαίνει από τα Τρίκαλα, ’π’ του Νοταρά τα σπίτια.
Άλλος το λέει σύγνεφο κι άλλος το λέει αντάρα.
Κείνο δεν είναι σύγνεφο, κείνο δεν είναι αντάρα,
μόν’ είναι τ’ Αρχοντόπουλο που πάει να πολεμήσει.
*
Εμείς κι αν αποθάνουμε, ως και τα κόκκαλά μας
χρυσά πουλιά θα γίνουνε, να κλαίνε τ’ όνομά μας.
*
... Κάνει το σύγνεφο άλογο και τ’ άστρο χαλινάρι
και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να της τη φέρει...
*
... Βροντά κι αστράφτει ο ουρανός και σειέται ο απάνω κόσμος
κι ο κάτω κόσμος άνοιξε και τρίζουν τα θεμέλια...
*
Με το φεγγάρι περπατώ, με τ’ άστρα κουβεντιάζω...
*
Εσύ να πίνεις το κρασί, κι εγώ να κουβεντιάζω.
*
΄Ιντα στολή ’ναι ο Κωνσταντής, όταν καβαλικέψει!...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου