Όταν φοβάμαι πιο πολύ πως θα πεθάνω
και θά ’ναι ασύναχτο στο νου το γέννημά μου,
τόμους δεν θά ’χω στοιβαγμένους ώς επάνω,
σιταποθήκες με την ώριμη σοδειά μου·

όταν σε νύχτα αστερωμένη ατενίζω
πελώρια σύμβολα τα νέφη στον αιθέρα,
και συλλογίζομαι, ποτέ δεν θά ’ρθει η μέρα
με μάγο χέρι τις σκιές τους να ιστορήσω·

κι όταν αισθάνομαι πως πια δεν θα σε βλέπω,
ωραίο πλάσμα της στιγμής, σαν παραμύθι
τον έρωτά σου απερίσκεπτα να δρέπω·

τότε, στου κόσμου τη μεγάλη παραλία,
σκέφτομαι μόνος, ώσπου χάνονται στα βύθη
και της αγάπης και της δόξας τα πρωτεία.

Mετάφραση: Διονύσης Καψάλης
Μπαλάντες και περιστάσεις, 1997