Οι ενήλικοι είναι απασχολημένοι.
Οι τσέπες τους έχουν ρούβλια.
Ν’ αγαπήσω;
Παρακαλώ!
Ρούβλια εκατό.
Κι εγώ,
άστεγος,
με τις χερούκλες
στις σκισμένες
τσέπες χωμένες
έκοβα βόλτες, με μάτια γουρλωμένα.
Νύχτα.
Φορέστε το καλύτερό σας ένδυμα.
Την ψυχή σας ηρεμήστε στις γυναίκες σας, στις χήρες.
Εμένα
η Μόσχα μ’ έπνιγε στην αγκαλιά της
με τους ατέλειωτους δακτύλιους Σαντόβοε.
Στις καρδιές,
στα ρολογάκια
οι ερωμένες χτυπούν.
Εκστασιασμένοι οι παρτενέρ της ερωτικής κλίνης.
Των πρωτευουσιών το χτυποκάρδι τα’ άγριο
έπιανα εγώ
στην Πλατεία των Παθών ξαπλωμένος.
Διάπλατα –
Η καρδιά σχεδόν έξω –
Ανοίγω τον εαυτό μου και στον ήλιο και στο λασπόνερο.
Μπείτε με τα πάθη!
Με τον έρωτα χωθείτε!
Δεν κυβερνάω πια την καρδιά μου.
Στους άλλους γνωρίζω που βρίσκεται η κατοικία της
καρδιάς.
Σε μένα όμως
τρελάθηκε η ανατομία.
Ολόκληρος είμαι μια καρδιά
που βροντάει παντού.
Ω, πόσες
Ανοίξεις μόνο
Σε 20 χρόνια φλογίζουν μαζί!
Το βάρος τους τα’ αξόδευτο – ασήκωτο.
Ασήκωτο το λέω όχι έτσι,
για το στίχο,
μα κυριολεκτικά.
*Μετάφραση: Χρήστος Τρικαλινός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου