Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2021

Charles Baudelaire-Ο ήλιος

 LXXXVII. Ο ήλιος (1857)

Σε όλη την παλιά τη γειτονιά, πίσω απ’ των σαθρών σπιτιών
Τις κρεμαντάλικες περσίδες, κρυψώνες απολαύσεων μυστικών,
Όταν διπλοχτυπούν τ’αλύπητα σκληρά λιοπύρια,
Την πόλη, τα χωράφια και τις στέγες, τα σπαρτά,
Μονάχος θ’ ασκηθώ στ’ αγώνισμά μου το φανταστικό,
Θα οσμίζομαι κάθε γωνιά της ρίμας το τυχαίο για να ’βρω,
Στις λέξεις πάνω σάμπως στο λιθόστρωτο θα σκουντουφλώ,
Κάπου θα πέφτω σ’ένα στίχο που είχα ονειρευτεί από καιρό.
Ετούτος ο πατέρας που μας τρέφει, της χλώρωσης εχθρός,
Ξυπνά τους στίχους σαν τα ρόδα μες τον κάμπο`
Στον ουρανό εξατμίζει κάθε έγνοια,
Μέλι γεμίζει το μυαλό και την κυψέλη .
Εκείνος ξανανιώνει όποιον ακουμπά στην πατερίτσα
Τον κάνει ολόχαρο και τρυφερό ως ειν’ τα νέα κορίτσια,
Και τη σοδιά προστάζει να ωριμάζει καρπερή
Μες την αθάνατη καρδιά που επιθυμεί αιώνια ν’ ανθοφορεί !
Κι όταν στις πολιτείες σαν τον ποιητή κατηφορίζει,
Τις τύχες κάθε πράγματος, και του πιο ταπεινού, εξευγενίζει,
Σα βασιλιάς εισβάλλοντας, αθόρυβα χωρίς ακολουθία,
Σ’ όλα τα μέγαρα και σ' όλα τα νοσοκομεία .
μτφρ. Μαριάννα Παπουτσοπούλου,
Κ.Μπωντλαίρ, τα άνθη του κακού,. εκδ. Κουκούτσι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου