Η μεγάλη φτερωτή σαύρα με το κεφάλι όρνιθας, πετούσε αθόρυβα στην πλακοστρωμένη αυλή• τόσο χαμηλά, που μόλις ξεχώριζε απ’ τη σκιά της και μπορούσες να γελαστείς νομίζοντας ότι σερνόταν στις πλάκες. Την ακολούθησα και την είδα να τρυπώνει στη μισάνοιχτη χαμηλή πόρτα. Από κοντά κι εγώ, βρέθηκα στον άδειο στάβλο. Η σαύρα είχε εξαφανιστεί. Ξεροχόρταρα και σανός σκεπάζαν τους τοίχους ως το ταβάνι. Καθώς τους άγγιξα, η φλούδα τους άρχισε τρίζοντας να ξεκολλάει και να πέφτει. Με μιας τα μάτια μου θάμπωσαν.
Οι τοίχοι ήταν από ατόφιο, παχύ σαν πάγος, ολοκάθαρο κρύσταλλο.
Το Βάραθρο, εκδ. στιγμή, 1984
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου