Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2022

Μελισσάνθη - Επτά ποιήματα


Ας...


Σε τούτο το μεταξύ,

ας παίζουμε με τις λέξεις,

ας παίζουμε της ομιλίας το θείο παιγνίδι

ανύποπτοι ποιητές

που κλέψανε το μυστικό

να βλέπουνε και ν' ακούνε,

ν' αγγίζουνε και να γνωρίζουνε τα πράγματα,

την εικόνα του Κόσμου ξαναπλάθοντας

μ' αστραφτερές λέξεις ας παίζουμε

καθώς παιδιά μ' αθώα χοχλάδια

που ξεβράστηκαν στ' ακροθαλάσσι

μόλις αγγίζοντας τη μυστική φωτιά

μόλις μαντεύοντας

τον κρύφιο κεραυνό,

με χώμα ας σκεπάζουμε και στάχτη

τη φλόγα που οι θνητοί ν' αγγίσουν δεν τολμούν

δέσμιοι στο θάνατο

ας ξανοίγουμε τις χάρτινες βαρκούλες μας

μες στον αστραποβόλο ωκεανό...


Ερωτηματικό

Σ’ άγνωστους ουρανούς οδεύουμε τυφλοί…
κάθε μας πράξη ανθρώπινη πώς ν’ ακτινοβολεί
στο άπειρο; Τι προέκταση να παίρνει και τι σχήμα
πέφτοντας, ο ίσκιος μας, πέρα από το μνήμα;
Στις χώρες των θεών πώς ν’ αντηχούνε
τα βήματά μας; Τα λόγια μας ποιοι άβυσοι να τ’ ακούνε;
Τι όντα να λούζονται μες στα χαμόγελά μας;

Και τα δάκριά μας
τι ήχο να κάνουν στη στέγη τ’ ουρανού;
Τι βλέμματα να πέφτουνε στα πρίσματά τους;
Η οδύνη μας ποιους να φλογίζει βάτους;
Τι θόλους να βαστάζει η σκέψη μας του θείου του νου;
Και οι άγγελοι με τι όνομα να μας γνωρίζουν;
Σε ποια ουράνια τόξα να ιριδίζον
όλα μας τ’ άγνωστα έργα;
Κι οι αχτίνες που του Λόγου λύγισεν η βέργα
στο θαύμα αυτό του κοσμικού του ονείρου
σε ποιο σημείο να σμίγουνε του απείρου;

Μεταμέλεια

Απόψε είπα πως μ’ είχες πια κερδίσει,
που ρόδισαν οι πόθοι μου όλοι ανθοί.
«Μα πριν ή ο αλλέκτωρ τρις φωνήσει»
Κύριέ μου, σε είχα πάλι απαρνηθεί.

Με κουφοκαίνε ακόμα πάθη, μίση,
-δεν έχουν οι αμαρτίες μου πια σωθεί-
Της χάρης σου αν ανοίξει μόνο η βρύση
τότε κι η υδρία μου ίσως πληρωθεί.

Το τι μαρτύρησα απ’ τη νύχτα εκείνη,
που άδεια άφησα τη νυφική μας κλίνη
κι αρνήθηκα στα μάτια να σε δω!

Κύτταξε, αν δεν πιστεύεις, τις πληγές μου
δος μου το χέρι σου να, εδώ, κι εδώ.
Λοιπόν, μ’ αναγνωρίζεις τώρα; πες μου;

Εξιλέωση

Κάθε φορά που αμάρταινα μισάνοιγε μια πόρτα
κι οι άγγελοι που δεν μ’είχαν βρει στην αρετή μου ωραία
των ανθινών τους έγερναν ψυχών τον αμφορέα
κάθε φορά που αμάρταινα λες κι άνοιγε μια πόρτα
και στάζανε των οικτιρμών τα δάκρια μες τα χόρτα.
Μ’ από τα ουράνια αν μέδιωχνε της τύψης μου η ρομφαία
κάθε φορά που αμάρταινα μισάνοιγε μια πόρτα
με βλέπαν οι άνθρωποι άσχημη κι οι άγγελοι, μόνο, ωραία.
 
Το έξω και το μέσα

 Αόριστα βλεπόταν στο γυαλί καθώς
το φως άναβε μιαν αντανάκλαση
μέσα στο τζάμι
κι άξαφνα, είχε μεταφερθεί μαζί με το πολύφωτο
και τα έπιπλα έξω στη βροχή
Έμπλεκαν τα μαλλιά της στα πυράκανθα
που τυραννούσε η θύελλα
κι έμεναν ανέπαφα
Άχνιζε το φλιτζάνι του τσαγιού
σκαρφαλωμένο στο κλαδί που λικνιζόταν
κι ισορροπούσε
Τα δέντρα είχαν ξετρελαθεί απ’ τον άνεμο
ενώ στα ράφια αραδιασμένα τα βιβλία
έδιναν την εικόνα
της τάξης και της θαλπωρής
μιας κάμαρας φανταστικής μεταφερμένης
στη νύχτα και το ρίγος της βροχής.
 
Μελισσάνθη 
Ποιητική ανθολογία “Ελληνική Ποίηση του 20ού αιώνα”
Εκδόσεις Μεταίχμιο
Αθήνα 2008

Κατευόδιο

  Είμαι η Εκάβη που πενθεί τα χαμένα παιδιά της
Βέλη σκληρά τα διαπεράσαν
στη μάχη της Τροίας
κι όσα γλιτώσαν έφυγαν σε μακρινό ταξίδι
ανοίγοντας φτερό.
– Θροεί το δέντρο με το πρώτο χάραμα
Σύννεφο από κελαηδισμούς ρίχνει το φύλλωμά του –
Κι άλλα πιαστήκανε σε ξόβεργα
άλλα μισέψανε για πάντα
κι άλλα κινήσαν να επιστρέψουνε
απ’ το μεγάλο δρόμο του Οδυσσέα·
«Αμέτε στο καλό! Κι ο Θεός μαζί σας»
Έχω φυλάξει μέσα στο σεντούκι μου
κορδέλες απ’ τις παιδικές τους ώρες
φωτογραφίες κιτρινισμένες
για να τις βρουν στο γυρισμό γελώντας και δακρύζοντας
Στόμα άδολο, βλέμμα παιδιού που καίει η δίψα
των πειρατών προγόνων.
Είχαν τον ίδιον ήλιο στη φωνή
την ίδια ασίγαστη λαχτάρα
που τα ’σπρωχνε στης θάλασσας το ερωτοπάλεμα.
Φτάναν τα μεσημέρια από τ’ ακροθαλάσσι
από τον άγριο πόντο που ’βαφε τα μάτια τους
με νοσταλγία θαλασσινή.
Την ίδια δίψα είχαν στο βλέμμα
των πειρατών προγόνων
τον ίδιον ήλιο στη φωνή·
«Έχω στημένο ένα καράβι στα σκαριά
για να κουρσέψω την καλή την Κυρά-Θάλασσα…»
Σωπάζει ξαφνικά η φωνή στο πλάι σου
Κατά πού τράβηξαν;
Πήραν την αυλακιά που ανοίγουν τα δελφίνια;
Ή βράχο βράχο περπατούν ψάχνοντας για κοχύλια;
– Αλάτι πικρό έχει πήξει στις λακκούβες τους –
«Μάνα καλή, μάνα πικρή
πάνω να κουρσέψω τη Μεγάλη Θάλασσα
μ’ ένα σκαρί θαλασσινό
κατράμι μέσα κι όξω καλαφατισμένο
του ταξιδιού ν’ αντέξει την αρμύρα…»

Ψηλό χοχλάδι σαν χαλάζι
σκέπασε τη μνήμη τους
τώρα που οι άνεμοι θαλασσινοί
σγουραίνουν τα μαλλιά τους.
– Τις παιδικές κορδέλες τους έχω φυλάξει
για να τις βρουν στο γυρισμό γελώντας και δακρύζοντας –
Κινούν τα γλαροπούλια απ’ το γιαλό
χαιρετισμού σινιάλο
«Αμέτε στο καλό!
Κι ο Θεός μαζί σας!».

Μελισσάνθη

Ποιητική συλλογή “Ανθώπινο Σχήμα” (1961)

Εκδόσεις Δίφρος

~~~~~~~~~~~~~~~~

Έμπνευση

 Κάποιος αρχαίος θεός που μ’ αγαπάει

με φλόγα πάθους νέου κι ερωτικού
στα πόδια μου χρυσή βροχή σκορπάει
γιά παίζει τη φλογέρα του βοσκού

Στα βάθη ενός τοπίου μυθικού
Σεμέλη, με καλεί, πότε Δανάη
το μάτι όμως με βλέπει του κακού
και Ήρα ζηλότυπη με κυνηγάει…

Είτε μπροστά μπορώ να πάω, είτε πίσω
Πού νά βρω καταφύγιο να γεννήσω
– ω! Δία, πατέρα των παιδιών μου, εσύ!

Οι ωδίνες μού ξεσκίζουνε τα σπλάχνα
Την προστατευτική σου ρίξε πάχνα
και φέρε με στης Δήλου το νησί.

 



Ποιητική συλλογή “Η φλεγόμενη βάτος” (1935)

Εκδόσεις Δίφρος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου