Ξερίζωσε ο σεισμός τα σπίτια μας
πήρε τα υπάρχοντά μας το νερό,
η θάλασσα
ναυάγησε όλα τα καράβια μας
έπνιξε τα παιδιά μας
– μέδουσες και θαλάσσιες ανεμώνες
κοράλλια κόκκινα άγγιξαν τα χείλη τους –
Η λάβα ρέει ακόμα χοχλαστή στην επιφάνεια
Γρήγορα ξαναχτίζουν οι άνθρωποι τα σπίτια τους
κάτω απ’ των ηφαιστείων το βρουχηθμό
Στήνουν τους γκρεμισμένους φράχτες
βάζουν νέα σύνορα, μέσα στον τρόμο
άλλα παιδιά γεννοβολάνε
Στέλνουνε δύτες στο βυθό τ’ ωκεανού
για καταποντισμένα μυστικά
Όπλα χαλκεύουνε για τη ζωή καινούργια.
Αν όλη η γη είναι το σπίτι μας
αν ο ουρανός είναι η μεγάλη σκέπη
μπορώ σήμερα να’ μαι εδώ κι αύριο εκεί
όπου με πάει η πιο μικρή πνοή του ανέμου.
Αν βρέχει επί δικαίους και αδίκους
τότε, έχω όλα όσα μου χρειάζονται
Αν είναι η Θάλασσα η μεγάλη μάνα μας
στην αγκαλιά της που κοιμίζει την επιστροφή μας
δεν θα διακόψω το νανούρισμά της.
Αν όλοι οι άνθρωποι είναι αδέρφια μου
δεν μου χρειάζονται να με βαραίνουν όπλα.
Ένα χαμόγελο μόνο χρειάζεται, να κοιταζόμαστε
να γνωριζόμαστε μ’ αυτό, να χαιρετούμε
αυγή και νύχτωμα – ένα τραγούδι
χρειάζεται μονάχα – ένα τραγούδι
για να ζήσουμε και να πεθάνουμε.
Από τη συλλογή Ανθρώπινο Σχήμα, 1961
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου