«Ο πόλεμος τελείωσε μιαν άνοιξη που τα λουλούδια φοβήθηκαν να ξεμυτίσουν στην ώρα τους. Καπνοί ανέβαιναν από παντού και μουντζούρωναν τον ουρανό. Οι κακούργοι που άρχισαν τη σφαγή δεν έβρισκαν όρθιο σπίτι ούτε και για να κρυφτούν. Το αίμα που χύθηκε φώναζε σ' όλες τις γλώσσες, ζητούσε εκδίκηση. Να τιμωρηθούν οι ένοχοι, και σκληρά –μα ποιο το κέρδος για τους ζωντανούς; Οι δώδεκα αγχόνες της Νυρεμβέργης ήταν μια μινιατούρα μπροστά στα δάση από αγχόνες που σκόρπισαν κείνοι σ' όλη τη γη.
Η έκταση της καταστροφής αποκαλύφθηκε σαν σώπασε και η τελευταία τουφεκιά. Μόνο τότε μπόρεσε να ακουστεί ο μεγάλος θρήνος. Οι δρόμοι που άνθιζαν οι δεντροστοιχίες γέμισαν αίμα και καπνό. Στην αρχή σκότωναν από μίσος, ύστερα από καθήκον, πιο ύστερα από συνήθεια και στο τέλος από τρέλα. Σκότωναν από ιερή υποχρέωση, με αταραξία και φλέγμα. Σταματούσαν μόνο από κούραση ή από αφηρημάδα. Όταν λοιπόν σηκώθηκε ο καπνός και αποκαλύφθηκε σ' όλη του την έκταση το δράμα, οι φρένες πέρασαν την πιο μεγάλη τους δοκιμασία και χρειάστηκε πολλή πάλη για να μη λυθούν και σκορπίσουν.
Τα κορμιά που μαύριζαν και φούσκωναν κάτω απ' τη βροχή και τον ήλιο, οι πεσμένες στέγες που έχασκαν κάτω απ' τον ουρανό... τα λουλούδια που άνθισαν τούτο το καλοκαίρι έκπληκτα για την παράξενη δύναμη που είχαν οι ρίζες τους... οι τιναγμένες προκυμαίες, τα πηγμένα απ' τα ναυάγια λιμάνια, οι κολοβοί άνθρωποι... οι τρελές μητέρες... τα χλωμά και συλλογισμένα παιδάκια... όλα αυτά είναι τα μικρά επεισόδια μιας πελώριας τραγωδίας που κανείς τραγικός δε θα μπορέσει να την πει, γιατί θα τρελαθεί μόλις την αρχίσει. Και θα την αφήσει στη μέση...
Το ρολόϊ του Κόσμου χτυπά μεσάνυχτα (απόσπασμα)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου