Ατάραχη στην κρίσιμη ώρα σου, περίβλεπτη και αυστηρή,
όρθια πάνω στο ξάγναντο, μαντηλωμένη με το λυκόφως,
αδιάφορη κι ευγενής, οικεία και ακατάδεχτη,
ήρθε η ώρα να πέσεις. Η ιστορία σου τέλειωσε,
η ζωή σου η έμορφη. Ματαιότης, το ξέρω,
δεν υπάρχει εδώ· τουλάχιστο αυτό
εσύ μου το δίδαξες. Κι ιδού: ως την ύστερη
στιγμή σου δεσπόζουσα και γαλήνια, σε λίγο
θα φέρεσαι ακάθεκτη προς τα κάτω· κι η πτώση σου
δε θα ‘ναι παρά ως να φέρεσαι πάνω
σ’ ένα άρμα χρυσό – μεγαλείο ζωής,
που καλύπτει το θάνατο.
………..Φορούσες λαμπρό
εορτάσιμο ιμάτιο το φως του ηλίου
γύρω απ’ τους κλώνους σου. Σ’ αγκάλιαζε η θύελλα.
Στον ουρανό από κεραυνούς περιχαρακωμένη
ήρθαν νύχτες που έλαμπες σα μια πολιτεία.
Κοπάδια πουλιών και κομμάτια χρωμάτων
ξεκουράστηκαν πάνω σου. Αγκιστρωθήκαν
ομίχλες. Σε βάλαν σημάδι οι διάττοντες.
Αλλά, ιδού: αυτό είναι ο χρόνος.
Χωρίς να προδίνεσαι, κυρίαρχη πάντοτε,
δίχως μουρμούρισμα ή σκίρτημα, δίχως παράπονο,
τα ιμάτιά σου λικνίζοντας θα πέσεις σε λίγο
γενναία κι ασυμβίβαστη. Στον άδειο σου χώρο
θα κατεβούνε αετοί να σε αναζητήσουν.
Και τα βουνά θα σε βλέπουν ακόμα στη θέση σου,
ενώ δεν θα είσαι.
………..(Σε αγαπούσα Παντάνασσα!
Ήμουν τέσσερω ή πέντε χρονών όταν έπεσες όπως
ένα κομμάτι απ’ το μέγα στερέωμα. Άδειασες ένα
μέρος του ορίζοντα κι έμεινε ο Έσπερος
ξεκρέμαστος πάνω σου, μόνος, φιλέρημος.
Έτρεξα κλαίγοντας κι έσκυψα πάνω
στο άγιο σου σκήνωμα να σε πάρω απ’ το χώμα,
να σε υψώσω όπως ήσουνα μες στην καρδιά μου.
Συγκεντρωμένος στο ύψος που σ’ έταξε η μοίρα σου,
όρθιος στο ξάγναντο, να πάρω τη θέση σου.)
Από τη συλλογή Βασιλική δρυς (1959) του Νικηφόρου Βρεττάκου
Πηγή: Νικηφόρος Βρεττάκος, η εκλογή μου, ποιήματα 1933-1991 (εκδ. Ποταμός, 2008)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου