Η σιωπή κρατάει πολύ. Μιλώ. Πρέπει να μιλήσω σε κάποιον. Για τούτο γυρίζω στον νεκρό και του λέω: «Σύντροφε δεν ήθελα να σε σκοτώσω. Αν πήδαγες άλλη μια φορά μέσα στο λάκκο, δεν θα το έκανα πια, έφτανε κι εσύ να φερθείς λογικά. Μα στην αρχή στάθηκες για μένα μια ιδέα, ένας συνδυασμός που γέννησε το μυαλό μου και οδήγησε στην απόφαση. Αυτόν τον συνδυασμό μαχαίρωσα. Βλέπω τώρα για πρώτη φορά πως είσαι άνθρωπος, όπως κι εγώ. Τότε σκεφτόμουν τις χειροβομβίδες σου, τη λόγχη σου, τα όπλα σου. Τώρα βλέπω τη γυναίκα σου και το πρόσωπό σου κι όσα έχουμε κοινά. Συγχώρα με, σύντροφε. Είναι πολύ αργά όταν βλέπουμε πως είναι πραγματικά τα πράγματα. Γιατί να μη μας λένε αδιάκοπα πως είσαστε κι εσείς φτωχά σκυλιά σαν εμάς; Πως οι μανάδες σας βασανίζονται όπως οι δικές μας; Πως όλοι μας έχουμε τον ίδιο φόβο για το θάνατο, τον ίδιο τρόπο να πεθάνουμε και τα ίδια βάσανα; Συγχώρα με, σύντροφε. Πώς μπορούσε να ‘σαι εσύ ο εχθρός μου; Αν πετούσαμε τούτα τα όπλα και τούτη τη στολή, θα μπορούσες να ‘σουν αδερφός μου, όπως ο Κατ και ο Άλμπερτ. Πάρε είκοσι χρόνια απ’ τη ζωή μου, σύντροφε, και σήκω πάνω… Πάρε κι άλλα ακόμα, γιατί από δω και πέρα δεν ξέρω τι να τα κάνω αυτά που έχω».
Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, Ουδέν νεώτερον από το δυτικόν μέτωπον, μτφρ.: Γεωργία Δεληγιάννη – Αναστασιάδη, εκδόσεις Μίνωας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου