Το δέντρο φύτρωσε μες στη σάλα.
Δίπλα του φωτισμένη η αδελφή μου
μού έδενε σοβαρή κι επιδέξια
τα γυάλινά μου κορδελάκια.
Γιατί, της έλεγα, γιατί, Θεοδώρα,
γιατί δε ζούμε σαν τους δούλου του Κυρίου
ούτε μες στη χημεία του αυτοκράτορα
ούτε στην ήρεμη ακτή του σιδερά;
Θυμήσου τον ποταμό, έγνεφε εκείνη,
χρειάζομαι έναν ποταμό μπρος απ’ το σπίτι
με καλαμιές, με βότσαλα
και προπαντός μ’ ένα ρολόι μες στα βούρλα
για τα μεγάλα δευτερόλεπτα του βυθού.
Θυμήσου πιο πολύ τα χαράματα
ένα πρωινό ξύπνημα στη δροσιά.
Ο αέρας ν’ αστράφτει ανασαίνοντας
τα περίπτερα να μπαρκάρουν προς βορράν
τα λεωφορεία να γλιστρούν ένα ένα
κι ο θρος των εφημερίδων αργός.
Κάτω απ’ τη σκάλα άλλο δέντρο φουντωμένο
κινούμενο με τις ψιχάλες στα ψηλά
όπου η χελιδωνοφωλιά ακατοίκητη
και σπάνιο το πέρασμα του χιονιού.
Όλα στον ποταμό, με το ποτάμι
πεντακάθαρα, με χρώματα ζωηρά
κόκκινο το βουνό καφετής ήλιος
άσπρα τα χαμομήλια τ’ ουρανού
γαλάζια και κίτρινα ζωάκια τρεχάτα
αστράφτουν στη στροφή προς τη θάλασσα.
Όλα τόσο σοβαρά, τόσο λεία
όσο το χάδι στο γοβάκι
από το πέρασμα ενός σαλιγκαριού.
Καταλαβαίνεις, δεν είναι που ζεις
είναι που δε σε θυμούνται πια
χειροκροτεί το φεγγαράκι πότε πότε
ούτε συ ακούς, ούτε εκείνο.
Χώμα, 1985
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου